ἀντίτυπος

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίτῠπος Medium diacritics: ἀντίτυπος Low diacritics: αντίτυπος Capitals: ΑΝΤΙΤΥΠΟΣ
Transliteration A: antítypos Transliteration B: antitypos Transliteration C: antitypos Beta Code: a)nti/tupos

English (LSJ)

ἀντίτυπον, rarely η, ον, v. infr.11.1a: (τύπτω): —
A repelled by a hard body, τύπος ἀντίτυπος blow and counter-blow, of the hammer and anvil, Orac. ap. Hdt.1.67, cf. 68; of sound, echoed, echoing, στόνος S.Ph.694(lyr.), 1460(lyr.), cf. APl.4.154 (Luc. or Arch.); κατὰ τὸ ἀντίτυπον by repercussion, of an echo, Luc.Dom.3; of light, reflected, ἀκτῖνες Tryph.519, cf. AP9.822.
2 corresponding, as the stamp to the die, ἅγια ἀντίτυπα τῶν ἀληθινῶν figuring or representing the true, Ep.Hebr.9.24, cf. 1 Ep.Pet.3.21; ἀ. τοῖς δακρύοις χάριτα IG14.1320; resembling, c. dat., Nonn. D. 26.327; μίμημα ib.8.23: hence, feigned, counterfeit, 1.423, al.
b corresponding, φιλότης mutual affection, 13.552.
c Subst. ἀντίτυπος, ὁ, or ἀντίτυπον, τό, image, Ἄμμωνος κεραοῦ χάλκεον ἀ. Epigr.Gr.835 (Berytus); ἀντίτυπον, τό, = ἀντίγραφον, reproduction, copy, POxy.1470.6(iv A.D.): metaph., antitype, Plot.2.9.6.
II Act., repelling, as a hard body does: hence,
1 firm, resistent, χωρίον Hp.Art.43; rigid, inelastic, AP9.739 (Jul. Aegypt.); ἀντιτυπώτερα ὄντα, of a horse's fetlocks, X.Eq.1.4; ἀντιτύπᾳ δ' ἐπὶ γᾷ πέσε S.Ant.134; οἱ ἐν ἀντιτύποις περίπατοι walking on hard ground, Arist.Pr.885a36; ἀντιτυπώτατον εἶδος, expl. of σκληρόν, most resistent, Pl.Ti.62c.
b metaph., stubborn, obstinate, ἄνθρωποι Id.Tht.156a; μάχη ἀ. X.Ages.6.2; harsh-sounding, ἁρμονίαι D.H.Comp.22, cf. 16; ἀ. ἀκοῦσαι Ael.NA12.15; of colour, glaring, Plu.Dem.22.
2 opposed to, ἦθος δόλιον πίστιος ἀντίτυπον the reverse of.., Thgn.1244; ἀντίτυπος Διός the adversary of Zeus, A.Th.521 (lyr.); adverse, of events, X.HG6.3.11: simply, ἀντίτυπος τινι opposite, over against, Plb.6.31.8.

Spanish (DGE)

-ον
A adj.
I abs.
1 del sonido que repercute τύπος ἀ. golpe y contragolpe del martillo y el yunque, Hdt.1.67, cf. 68
devuelto por el eco στόνος S.Ph.694, 1460, φθογγή AP 16.154 (Luc. o Arch.), cf. Paul.Sil.Soph.983
subst. τὸ ἀντίτυπον = repercusión del eco, Luc.Dom.3
μῦθος ἀ. palabra en respuesta Nonn.Par.Eu.Io.6.70
de la luz reflejado ἀκτῖνες Triph.519, cf. AP 9.822
de un color deslumbrante Plu.Dem.22
fon. disonante συμβολαί D.H.Comp.96.15, cf. 65.9, ἀντίτυπα (ὀνόματα) ἀκοῦσαι Ael.NA 12.15.
2 que hace resistencia ἀήρ Placit.2.23.1 (= Anaximen.A 15), γᾶ S.Ant.134
del terreno firme χωρίον Hp.Art.43
fig. Pl.Cra.420d
duro, rígido εἶδος Pl.Ti.62c, de las patas de un caballo, X.Eq.1.4, de una vaca de bronce AP 9.739 (Iul.Aegypt.), del mármol, Luc.Am.13
subst. οἱ ἀντιτύποις πεπίπατοι los paseos por lugares demasiado duros Arist.Pr.885a36
solidez, compactibilidad o masa σχεθεῖσα τῷ ἀ. (el rayo de luz) detenido por la masa compacta Gr.Naz.M.36.169C, cf. Eus.DE 6.20.
3 fig. duro, sufridor del corazón AP 9.443 (Paul.Sil.)
obstinado ἄνθρωποι Pl.Tht.156a, πρὸς τὴν ἀλήθειαν Origenes Princ.3.1.15
difícil, duro μάχη X.Ages.6.2, πολλὰ ἀντίτυπα γιγνόμενα muchas contrariedades X.HG 6.3.11.
II c. gen. o dat.
1 que es la contrafigura, contrario, adversario c. gen. ἦθος ... δόλιον, πίστεος ἀ. Thgn.1244, Διὸς ἀντίτυπον ... δέμας A.Th.521
c. dat. contrario enfrentado τοῖς ... ἱππεῦσι Plb.6.31.8.
2 que corresponde, que es la contrapartida c. dat. τοῖς δακρύοις IUrb.Rom.1167.4, cf. Nonn.Par.Eu.Io.8.40
c. gen. ἅγια ... ἀντίτυπα τῶν ἀληθινῶν santuarios (que son) la contrapartida (humana) de los verdaderos (divinos) Ep.Hebr.9.24
abs. correspondiente, recíproco φιλότης ἀ. = afecto mutuo Nonn.D.13.552.
3 que es como la impronta o estampa, semejante, parecido c. dat. ἐχιδνήεσσιν ἀκάνθαις Nonn.D.26.327, ἀ. μίμημα ... λαιμῷ Nonn.D.8.23, cf. Orac.Sib.1.33
abs. falso, fingido ποιμήν Nonn.D.1.423.
B subst. τὸ ἀντίτυπον
1 imagen Ἄμμωνος κεραοῦ χάλκεον ἀ. Epigr.Gr.835 (Berito), ἀ. τοῦ σταυροῦ ... ποιοῦμεν Ath.Al.M.28.624A
fig. imagen mental Plot.2.9.6
esp. en la exégesis bíblica imagen sensible, contrapartida terrena de cosas espirituales ἡ ... σὰρξ ... ἀ. ἐστιν τοῦ πνεύματος 2Ep.Clem.14.3, Val.Gn. en Epiph.Const.Haer.31.5 (p.391.7).
2 de escritos copia, POxy.1470.6 (IV d.C.), LW 1639.13 (Caria), τὸ ἀντίτυπον τοῦ θείου γράμματος Flau.Him.Ep. en Ath.Al.Apol.Sec.85.7
copia, borrador τοῖς ταχυγράφοις τὰ ἀ. δοῦναι Synes.Ep.66 p.120.
3 en la exégesis bíblica tipológica:
a) figura o símbolo del AT que se realiza en el NT, p. ej. el sacrificio de Abraham como prefigura de la pasión de Cristo, Gr.Naz.M.36.49A, cf. Epiph.Const.Haer.55.6 (p.331.14)
antitipo o símbolo contrario οὐχ ὡς τύπος δὲ τοῦ ὑπὲρ ἡμῶν παθόντος, ἀλλ' ὡς ἀ. de la serpiente de bronce, Gr.Naz.M.36.653B;
b) antitipo o realización en el NT de lo prefigurado en el AT esp. del bautismo y otros sacramentos ὃ καὶ ὑμᾶς ἀντίτυπον νῦν σώζει βάπτισμα ahora nos salva como antitipo el bautismo (prefigurado antes como la salvación en el arca de Noé) 1Ep.Petr.3.21, cf. Cyr.H.Catech.20.6, de la eucaristía οὐκ ἄρτου καὶ οἴνου ... γεύσασθαι ἀλλὰ ἀντιτύπου σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ Cyr.H.Catech.23.20, cf. Eutych.Const.Pasch.M.86.2393B.
C adv. ἀντιτύπως
1 tercamente ἀ. οὗτος ἔχει Gr.Nyss.Eun.1.88.10.
2 firmemente Const.Or.S.C. en Eus.VC p.175.

German (Pape)

[Seite 262] (τύπτω), 1) zurückschlagend, zurückprallend, ἀντίτυπον φθογγὴν ᾄδεσθαι, vom Echo, Archi. 14 (Plan. 154); Widerstand leistend, πέτρα Polem. 2, 10; vgl. Hdn. 6, 7, 16; dah. im rhetorischen Sinne, hart klingend, D. H.; auch von Farben, im Gegensatz von μαλακός, Plut. Dem. 22. – 2) widerspänstig, mit ἀναγκαῖον verbunden, Plat. Crat. 420 d; ἀντιτυπώτατον εἶδος Tim. 62 c; von Menschen, ἀντ. καὶ σκληρός Theaet. 155 a; – feindselig, ὁ Δὸς ἀντίτυπος, Feind, Aesch. Sept. 503; μάχη ἀντίτυπ ος, eine offene Schlacht, wo Heer gegen Heer sicht, Xen. Ages. 6, 2; τινί, gegenübergestellt, Pol. 6, 31; καὶ προσάντης Alcidam. de sophist. p. 674. 14. Im Orakel bei Her. 1, 67 ist τύπος u. ἀντίτυπος Hammer u. Ambos. – Soph. Ant. 134 ἀντίτυπα od. ἀντιτύπᾳ als adv., entgegengeschlagen; – τὸ ἀντίτυπον Abbild, Kopie, auch ὁ ἀντίτυπος.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
I. qui rebondit sur un corps dur : τύπος ἀντίτυπος coup de marteau qui rebondit sur l'enclume ; p. anal. répercuté, renvoyé par l'écho;
II. qui repousse un choc, résistant ; qui résiste à, adversaire, ennemi de, gén. ou dat. ; en parl. du son dur, rude;
NT: copie, réplique, imitation ; antitype.
Étymologie: ἀντί, τύπος.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίτῠπος: 2, редко Soph. 3
1 яркий, резкий, бьющий в глаза (χρωματα Plut.);
2 отражаемый встречным ударом (τύπος Her.);
3 отраженный (φάος Anth.); доносящийся в виде отголоска (στόνος Soph.);
4 жесткий, крепкий, неподатливый (γᾶ Soph.; ὀστᾶ Xen.; χωρία Plut.);
5 упорный, упрямый (μάχη Xen.; ἄνθρωπος Plat.);
6 сопротивляющийся, враждебный (τινος Aesch. и τινι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίτῠπος: -ον, σπανίως η, ον, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2: (τύπτω): - ὁ ἀντικρουόμενος, ἀπωθούμενος ὑπὸ σκληροῦ σώματος, τύπος ἀντ., κτύπος προξενούμενος ἐκ κτύπου, κτύπημα καὶ ἀντικτύπημα, περὶ τῆς σφύρας καὶ τοῦ ἄκμονος, Χρησ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67, πρβλ. 68: - ἐπὶ ἤχου, ὁ ἀντηχῶν, στόνον ἀντίτυπον Σοφ. Φ. 695, 1460, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 194· κατὰ τὸ ἀντίτυπον, δι’ ἐπανακάμψεως τοῦ ἤχου, δι’ ἀντηχήσεως ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Λουκ. Περὶ τοῦ Οἴκ. 3: - ἐπὶ φωτός, ἀντανακλώμενος, ἀντιτύπους ἀκτῖνας Τρυφ. 519, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 822. 2) ἀπεικόνισμα ἢ ἀντίγραφον ὅμοιον τῷ πρωτοτύπῳ ἢ παριστῶν τὸ πρωτότυπον, οὐ γὰρ εἰς χειροποίητα ἅγια εἰσῆλθεν ὁ Χριστός, ἀντίτυπα τῶν ἀληθινῶν, ἀλλ’ εἰς αὐτὸν τὸν οὐρανὸν Ἐπιστ. Παύλ. πρὸς Ἑβρ. Θ΄, 24· πρβλ. Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 21, Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιβ΄, 122· ἀντ. τοῖς δακρύοις χάριτα Συλλ. Ἐπιγρ. 6210· ἀντ. μίμημα, ἀκριβὲς ἀπομίμημα, Χρησμ. Σιβ. 1. 33., 8. 270. β) ὡς οὐσιαστ., ἀντίτυπος, ὁ, ἢ ἀντίτυπον, τό, εἰκών, ὁμοίωμα, Ἄμμωνος κεραοῦ χάλκειον ἀντ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4535: μεταφ., ἐντύπωσις ἐν τῇ διανοία, Πλωτῖν. 2. 9, 6. ΙΙ. ἐνεργ., ἀπωθῶν ὡς ἀπωθεῖ σκληρόν τι σῶμα· ἐντεῦθεν, 1) ἐλαστικός, χωρίον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· ἀντιτυπώτατον εἶδος, διαφέρον, διακρινόμενον τοῦ σκληροῦ Πλάτ. Τίμ. 62C· ἀλλ’ ὡσαύτως, μετὰ τῆς ἐναντίας ἐννοίας, ἀπωθῶν, τραχύς, μὴ ἐλαστικός, Ἀνθ. Π. 9. 737· ἀντιτυπώτερα γὰρ ὄντα κόπτει τε τὸν ἀναβάτην, κτλ., περὶ τῶν ὀστῶν τοῦ ποδὸς τοῦ ἵππου, ἀνωτέρω μὲν τῶν ὁπλῶν κατωτέρω δὲ τῶν κυνηπόδων Ξεν. Ἱππ. 1, 4· καὶ οὕτως, ἀντιτύπᾳ δ’ ἐπὶ γᾷ πέσε, μετὰ τῆς θηλ. καταλήξ. ἐκ διορθώσ. τοῦ Πόρσ. ἀντὶ τοῦ ἀντίτυπα, (ὅπερ εἶναι ἐναντίον τοῦ μέτρου), Σοφ. Ἀντ. 134· οἱ ἐν ἀντιτύποις περίπατοι, ἐπὶ σκληροῦ, μὴ ἐλαστικοῦ ἐδάφους, Ἀριστ. Προβλ. 5. 40, 6. β) μεταφ. ἀπωθῶν, ἰσχυρογνώμων, ἐπίμονος, ἄνθρωπος Πλάτ. Θεαίτ. 156Α· μάχη ἐντ. Ξεν. Ἀγησ. 6, 2· τραχέως ἠχῶν, ἁρμονίαι Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22· ἀντ. ἀκοῦσαι Λίλ. π. Ζ. 12. 15: ἐπὶ χρωμάτων, αὐγάζων, λαμπρός, Πλουτ. Δημ. 22: - Ἐπίρρ. -πως, τραχέως, Ἐκκλ. 3) ἐναντιούμενος εἴς τι, ἀντίθετος, ἦθος ἔχων δόλιον, πίστιος ἀντίτυπον, Θέογν. 1244· ἀντ. Διός, ἀντίπαλος τοῦ Διός, Αἰσχύλ. Θ. 521· ἐναντίος, ἐπὶ γεγονότων, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 11: - ἁπλῶς, ἀντ. τινι, ἀπέναντί τινος, ἀντικρύ, Πολύβ. 6. 31, 8.

English (Thayer)

ἀντίτυπον (τύπτω), in Greek writings:
1. properly,
a. actively, repelling a blow, striking back, echoing, reflecting light; resisting, rough, hard.
b. passively, struck back, repelled.
2. metaphorically, rough, harsh, obstinate, hostile. In the N.T. language ἀντίτυπον as a substantive means:
1. a thing formed after some pattern (τύπος (which see 4a.)) (German Abbild): R. V. like in pattern).
2. "a thing resembling another, its counterpart; something in the Messianic times which answers to the type" (see τύπος, 4 γ.) prefiguring it in the O. T. (German Gegenbild, English antitype), as baptism corresponds to the deluge: R. V. text after a true likeness).

Greek Monolingual

βλ. αντίτυπο.

Greek Monotonic

ἀντίτῠπος: -ον, σπανίως -η, -ον (τύπτω),
I. 1. αντικρουσμένος, απωθούμενος από σκληρό σώμα, τύπος ἀντ., κτύπημα και αντικτύπημα, λέγεται για σφυρί και αμόνι, σε Χρησμ. παρά Ηροδ.· λέγεται για τον ήχο, αυτός που αντηχεί, στόνος, σε Σοφ.· κατὰ τὸ ἀντ., μέσω αντήχησης, λέγεται για την ηχώ, σε Λουκ.
2. απεικόνιση ή αντίγραφο όμοιο με το πρωτότυπο ή παριστάνει το πρωτότυπο, ἀντ. τῶν ἀληθινῶν, σηματοδοτώντας ή αντιπροσωπεύοντας την αλήθεια, σε Καινή Διαθήκη
II. Ενεργ.,
1. λέγεται για σκληρό σώμα, αποκρουστικός, απωθητικός, σε Ξεν.· χρησιμοποιείται για σκληρό, τραχύ έδαφος, ἀντιτύπα ἐπὶ γᾷ πέσε, σε Σοφ.
2. μεταφ. χρησιμοποιείται για τους ανθρώπους, επίμονος, ισχυρογνώμων, σε Ξεν.
3. αντίθετος ως προς σε, τινος, σε Αισχύλ.· ενάντιος, ανάποδος, λέγεται για περιστατικά, σε Ξεν.

Middle Liddell

τύπτω
I. repelled by a hard body, τύπος ἀντ. blow and counter-blow, of hammer and anvil, Orac. ap. Hdt.:—of sound, echoed, echoing, στόνος Soph.; κατὰ τὸ ἀντ. by repercussion, of an echo, Luc.
2. corresponding, as the stamp to the die, ἀντ. τῶν ἀληθινῶν figuring or representing the true, NTest.
II. act., of a hard body, repellent, rigid, Xen.; of hard ground, ἀντιτύπᾳ ἐπὶ γᾶι πέσε Soph.
2. metaph. of men, stubborn, obstinate, Xen.
3. opposed to, τινός Aesch.: adverse, of events, Xen.

Chinese

原文音譯:¢nt⋯tupon 安提-替胖
詞類次數:形,名(2)
原文字根:交換-打 相當於: (פַּרְשֶׁגֶן‎ / פַּתְשֶׁגֶן‎)
字義溯源:相當的,預表,象徵,影像,所表明的,複印,有如模型;由(ἀντί)*=相對,代替,交換)與(τυπικῶς / τύπος)=印模)組成;而 (τυπικῶς / τύπος)出自(τύπτω)*=重擊)
出現次數:總共(2);來(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 所表明的(1) 彼前3:21;
2) 影像(1) 來9:24

Mantoulidis Etymological

ἀντιτυπής (=ἀντικρουόμενος, ἐλαστικός). Ἀπό τό ἀντί + τυπῆναι τοῦ τύπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.