Anonymous

ἀπανθίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0278.png Seite 278]] Blumen abpflücken; übertr., ματαίαν γλῶσσαν, καὶ ἐκβαλεῖν ἔπη τοιαῦτα Aesch. Ag. 1647. – Gew. med., das Beste für sich einsammeln, wie eine Biene, ἀπανθισάμενος Luc. Pisc. 6; τὶ τοῦ κάλλους musc. enc. 10; Plut. u. a. Sp. – Pass. ἀπηνθίσθαι B. A. 7, ἀποβεβληκέναι τὸ [[ἄνθος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0278.png Seite 278]] Blumen abpflücken; übertr., ματαίαν γλῶσσαν, καὶ ἐκβαλεῖν ἔπη τοιαῦτα Aesch. Ag. 1647. – Gew. med., das Beste für sich einsammeln, wie eine Biene, ἀπανθισάμενος Luc. Pisc. 6; τὶ τοῦ κάλλους musc. enc. 10; Plut. u. a. Sp. – Pass. ἀπηνθίσθαι B. A. 7, ἀποβεβληκέναι τὸ [[ἄνθος]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀπανθίσω, <i>ao.</i> ἀπήνθισα, <i>pf. Pass.</i> ἀπήνθισμαι;<br />cueillir en sa fleur, cueillir la fleur de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπανθίζομαι puiser le suc d'une fleur ; <i>fig.</i> cueillir pour soi la fleur de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀνθίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπανθίζω''': μέλλ. -ίσω, [[ἀποδρέπω]] [[ἄνθη]], Λατ. decerpere: ἀλλὰ τούσδ’ ἐμοὶ ματαίαν γλῶσσαν ὧδ’ ἀπανθίσαι, ἀλλὰ νὰ φαντασθῇ τις ὅτι οὗτοι οἱ ἄνθρωποι θά με ἔρραινον μὲ τὰ [[ἄνθη]] τῆς ματαιολόγου αὐτῶν γλώσσης! Αἰσχύλ. Ἀγ. 1662· Ἄρης φιλεῖ… τὰ λῷστα πάντ’ ἀπανθίζειν (κατὰ Conington ἀντὶ πάντα τἀνθρώπων), νὰ ἀποκόπτῃ, ἀποδρέπῃ, πάντας τοὺς ἀρίστους, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 98: - Μέσ. [[συλλέγω]] [[μέλι]] ἐξ ἀνθέων, Λουκ. Ἁ. - λ. 6: μεταφ. [[ἀποδρέπω]], [[συλλέγω]], [[λαμβάνω]], τὸ κάλλιστον [[μέρος]] πράγματός τινος, Πλούτ. 2. 30C, Λουκ. Περὶ τ. ἐπὶ μισθ. συν. 39, Φιλόστρ. 565, πρβλ. [[λωτίζομαι]].
|lstext='''ἀπανθίζω''': μέλλ. -ίσω, [[ἀποδρέπω]] [[ἄνθη]], Λατ. decerpere: ἀλλὰ τούσδ’ ἐμοὶ ματαίαν γλῶσσαν ὧδ’ ἀπανθίσαι, ἀλλὰ νὰ φαντασθῇ τις ὅτι οὗτοι οἱ ἄνθρωποι θά με ἔρραινον μὲ τὰ [[ἄνθη]] τῆς ματαιολόγου αὐτῶν γλώσσης! Αἰσχύλ. Ἀγ. 1662· Ἄρης φιλεῖ… τὰ λῷστα πάντ’ ἀπανθίζειν (κατὰ Conington ἀντὶ πάντα τἀνθρώπων), νὰ ἀποκόπτῃ, ἀποδρέπῃ, πάντας τοὺς ἀρίστους, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 98: - Μέσ. [[συλλέγω]] [[μέλι]] ἐξ ἀνθέων, Λουκ. Ἁ. - λ. 6: μεταφ. [[ἀποδρέπω]], [[συλλέγω]], [[λαμβάνω]], τὸ κάλλιστον [[μέρος]] πράγματός τινος, Πλούτ. 2. 30C, Λουκ. Περὶ τ. ἐπὶ μισθ. συν. 39, Φιλόστρ. 565, πρβλ. [[λωτίζομαι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀπανθίσω, <i>ao.</i> ἀπήνθισα, <i>pf. Pass.</i> ἀπήνθισμαι;<br />cueillir en sa fleur, cueillir la fleur de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπανθίζομαι puiser le suc d'une fleur ; <i>fig.</i> cueillir pour soi la fleur de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀνθίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml