Anonymous

ἀπιστία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0291.png Seite 291]] ἡ, 1) Ungläubigkeit, Mißtrauen, Argwohn, im Ggstz von [[πίστις]], Soph. O. C. 617; wie schon Hes. O. 370, im plur.; Theogn. 829; πέφευγε τοὖπος ἐξ ἀπιστίας Aesch. Ag. 259; ὑπ' ἀπιστίης, aus Mißtrauen, Her. 1, 24 u. öfter; Plat. u. Folgde; = [[ὑποψία]], Xen. An. 2, 5, 4; [[πρός]] τινα Dem. 9, 38; Zweifel, ἀπιστίαν ἔχειν [[περί]] τινος Plat. Phaed. 107 b; [[πρός]] τι Soph. 258 c; von Sachen, πολλὴν ἀπιστίαν ἔχει [[ταῦτα]] Is. 1, 29, wie Plat. Rep. V, 450 c, hat, erregt Zweifel; παρέχειν Phaed. 86 e; εἰς ἀπιστίαν καταβάλλειν, καταπίπτειν, ibid. 88 c. – 2) Unglaublichkeit, Unzuverlässigkeit, Isocr. 17, 48; Unbeständigkeit, Plat. Gorg. 493 c; Treulosigkeit, πολέμου Isocr. 6, 49; πρὸς ἀνθρώπους Xen. An. 2, 5, 21 Pol. 3, 99 u. öfter. – 3) Ungehorsam? [Bei Ep. ist die penultima zuweilen lang.].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0291.png Seite 291]] ἡ, 1) Ungläubigkeit, Mißtrauen, Argwohn, im Ggstz von [[πίστις]], Soph. O. C. 617; wie schon Hes. O. 370, im plur.; Theogn. 829; πέφευγε τοὖπος ἐξ ἀπιστίας Aesch. Ag. 259; ὑπ' ἀπιστίης, aus Mißtrauen, Her. 1, 24 u. öfter; Plat. u. Folgde; = [[ὑποψία]], Xen. An. 2, 5, 4; [[πρός]] τινα Dem. 9, 38; Zweifel, ἀπιστίαν ἔχειν [[περί]] τινος Plat. Phaed. 107 b; [[πρός]] τι Soph. 258 c; von Sachen, πολλὴν ἀπιστίαν ἔχει [[ταῦτα]] Is. 1, 29, wie Plat. Rep. V, 450 c, hat, erregt Zweifel; παρέχειν Phaed. 86 e; εἰς ἀπιστίαν καταβάλλειν, καταπίπτειν, ibid. 88 c. – 2) Unglaublichkeit, Unzuverlässigkeit, Isocr. 17, 48; Unbeständigkeit, Plat. Gorg. 493 c; Treulosigkeit, πολέμου Isocr. 6, 49; πρὸς ἀνθρώπους Xen. An. 2, 5, 21 Pol. 3, 99 u. öfter. – 3) Ungehorsam? [Bei Ep. ist die penultima zuweilen lang.].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> incrédulité, défiance ; invraisemblance;<br /><b>2</b> manque de foi, perfidie.<br />'''Étymologie:''' [[ἄπιστος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπιστία''': Ἰων. ίη, ἡ, τὸ ἀπιστεῖν, τὸ μὴ ἔχειν πίστην, [[ὑποψία]], πίστεις… [[ὁμῶς]] καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας Ἡσ. Ἔργ. καὶ «Ἡμ. 370· πίστει χρήματ’ ὄλεσσα, ἀπιστίῃ [ῑ] δ’ ἐσάωσα Θέογν. 831· τοῖς παρεοῦσι ἀπ. πολλὴ ὑπεκέχυτο Ἡρόδ. 3. 66, πρβλ. 2. 152· ὑπὸ ἀπιστίῃς ὁ αὐτ. 3. 153 κ. ἀλλ.· ὑπὸ ἀπ. μὴ γένεσθαι τι, ἐκ δυσπιστίας ὅτι..., ὁ αὐτ. 1. 68· ἀπιστίᾳ λόγους ἐνδέχεσθαι Εὐρ. Ἴων 1606· πέφευγε τοὔπος ἐξ ἀπιστίας Αἰσχύλ. Ἀγ. 268· ἀπιστίαν ἔχειν [[περί]] τινος, [[εἶναι]] ἐν [[ἀμφιβολία]], Πλάτ. Φαίδων 107B· [[σώφρων]] ἀπ. Εὐρ. Ἑλ. 1617· ἀπ. τοῦ κατηγόρου, [[ἔλλειψις]] ἐμπιστοσύνης εἰς αὐτόν, Ἀριστ. Ῥητ. 2. 23, 7· ἡ ἀπ. ἡ πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. Πολιτικ. 4. 12, 5· ἀπ. κατά τινος Λογγῖν. 38. 2· [[πρός]] τι Πλάτ. Σοφ. 258C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὰ εἰρημένα ἐς ἀπ. πολλὴν ἀπῖκται Ἡρόδ. 1. 193· πολλὰς ἀπιστίας ἔχει, ἐπιδέχεται πολλὰς ἀμφιβολίας, Πλάτ. Πολ. 450C· ὁ [[λόγος]] εἰς ἀπ. καταπίπτει ὁ αὐτ. Φαίδων 88D· καταβάλλει τινὰ εἰς ἀπ. [[αὐτόθι]] C· ἀπ. παρέχειν [[αὐτόθι]] 86E· ἀπ. ὧν λέγει, τὸ μὴ ἀξιόπιστον τῶν λεγομένων ὑπ’ [[αὐτοῦ]], Ἰσοκρ. 368C. ΙΙ. [[ἔλλειψις]] πίστεως, [[ἀπιστία]], θνήσκει δὲ [[πίστις]], βλαστάνει δ’ ἀπ. Σοφ. Ο. Κ. 611, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 493C· [[προδοσία]], Ἀνδοκ. 23. 38, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 21· βλέπειν ἀπιστίαν, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 22.
|lstext='''ἀπιστία''': Ἰων. ίη, ἡ, τὸ ἀπιστεῖν, τὸ μὴ ἔχειν πίστην, [[ὑποψία]], πίστεις… [[ὁμῶς]] καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας Ἡσ. Ἔργ. καὶ «Ἡμ. 370· πίστει χρήματ’ ὄλεσσα, ἀπιστίῃ [ῑ] δ’ ἐσάωσα Θέογν. 831· τοῖς παρεοῦσι ἀπ. πολλὴ ὑπεκέχυτο Ἡρόδ. 3. 66, πρβλ. 2. 152· ὑπὸ ἀπιστίῃς ὁ αὐτ. 3. 153 κ. ἀλλ.· ὑπὸ ἀπ. μὴ γένεσθαι τι, ἐκ δυσπιστίας ὅτι..., ὁ αὐτ. 1. 68· ἀπιστίᾳ λόγους ἐνδέχεσθαι Εὐρ. Ἴων 1606· πέφευγε τοὔπος ἐξ ἀπιστίας Αἰσχύλ. Ἀγ. 268· ἀπιστίαν ἔχειν [[περί]] τινος, [[εἶναι]] ἐν [[ἀμφιβολία]], Πλάτ. Φαίδων 107B· [[σώφρων]] ἀπ. Εὐρ. Ἑλ. 1617· ἀπ. τοῦ κατηγόρου, [[ἔλλειψις]] ἐμπιστοσύνης εἰς αὐτόν, Ἀριστ. Ῥητ. 2. 23, 7· ἡ ἀπ. ἡ πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. Πολιτικ. 4. 12, 5· ἀπ. κατά τινος Λογγῖν. 38. 2· [[πρός]] τι Πλάτ. Σοφ. 258C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὰ εἰρημένα ἐς ἀπ. πολλὴν ἀπῖκται Ἡρόδ. 1. 193· πολλὰς ἀπιστίας ἔχει, ἐπιδέχεται πολλὰς ἀμφιβολίας, Πλάτ. Πολ. 450C· ὁ [[λόγος]] εἰς ἀπ. καταπίπτει ὁ αὐτ. Φαίδων 88D· καταβάλλει τινὰ εἰς ἀπ. [[αὐτόθι]] C· ἀπ. παρέχειν [[αὐτόθι]] 86E· ἀπ. ὧν λέγει, τὸ μὴ ἀξιόπιστον τῶν λεγομένων ὑπ’ [[αὐτοῦ]], Ἰσοκρ. 368C. ΙΙ. [[ἔλλειψις]] πίστεως, [[ἀπιστία]], θνήσκει δὲ [[πίστις]], βλαστάνει δ’ ἀπ. Σοφ. Ο. Κ. 611, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 493C· [[προδοσία]], Ἀνδοκ. 23. 38, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 21· βλέπειν ἀπιστίαν, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 22.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> incrédulité, défiance ; invraisemblance;<br /><b>2</b> manque de foi, perfidie.<br />'''Étymologie:''' [[ἄπιστος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR