Anonymous

ἀνυπόστατος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0266.png Seite 266]] 1) nicht aufzuhalten, unwiderstehlich, [[δύναμις]] Plat. Legg. III, 686 b; Isocr. 4, 71; Xen. [[φρόνημα]] Cyr. 5, 2, 33, wo der Ggstz ἐκπεπληγμένος [[φόβος]]. Auch Sp., [[ἀνυπόστατος]] ῥώμην Dion. Hal. 11. 27. – 2) ohne Subsistenz, nicht bestehend, Sp., vgl. Ath. III, 98 c; ohne sichere Grundlage, Pol. 1, 5; – ohne Niederschlag, rein, Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0266.png Seite 266]] 1) nicht aufzuhalten, unwiderstehlich, [[δύναμις]] Plat. Legg. III, 686 b; Isocr. 4, 71; Xen. [[φρόνημα]] Cyr. 5, 2, 33, wo der Ggstz ἐκπεπληγμένος [[φόβος]]. Auch Sp., [[ἀνυπόστατος]] ῥώμην Dion. Hal. 11. 27. – 2) ohne Subsistenz, nicht bestehend, Sp., vgl. Ath. III, 98 c; ohne sichere Grundlage, Pol. 1, 5; – ohne Niederschlag, rein, Medic.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />irrésistible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὑφίστημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνυπόστᾰτος''': -ον, ᾧ δὲν δύναταί τις νὰ ἀντιστῇ, [[ἀκαταγώνιστος]], [[δύναμις]] Πλάτ. Νόμ. 686Β· [[ἀνάγκη]] Ξεν. Λακ. 10. 7· [[φρόνημα]], [[πόλις]] ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 2, 33, Ἀπομν. 4. 4, 15· τολμήματα Δημ. 1268, ἐν τέλ.: - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστόβ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 377D. ΙΙ. [[ἄνευ]] ἀσφαλοῦς βάσεως, ὁ μὴ ἔχων ὑπόστασιν, ἡ τῆς ἀρχῆς [[ὑπόθεσις]] Πολύβ. 1. 5, 3· ἀν. [[εἶναι]] τὰς τῶν ὅλων ἀρχὰς Διογ. Λ. 9. 99· ἴδε τὸ λογοπαίγνιον ἐν Ἀθην. 98C. 2) [[ἄνευ]] ὑποστάθμης, οὖρα Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, πρβλ. Χρον. Παθ. Θερ. 1. 13.
|lstext='''ἀνυπόστᾰτος''': -ον, ᾧ δὲν δύναταί τις νὰ ἀντιστῇ, [[ἀκαταγώνιστος]], [[δύναμις]] Πλάτ. Νόμ. 686Β· [[ἀνάγκη]] Ξεν. Λακ. 10. 7· [[φρόνημα]], [[πόλις]] ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 2, 33, Ἀπομν. 4. 4, 15· τολμήματα Δημ. 1268, ἐν τέλ.: - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστόβ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 377D. ΙΙ. [[ἄνευ]] ἀσφαλοῦς βάσεως, ὁ μὴ ἔχων ὑπόστασιν, ἡ τῆς ἀρχῆς [[ὑπόθεσις]] Πολύβ. 1. 5, 3· ἀν. [[εἶναι]] τὰς τῶν ὅλων ἀρχὰς Διογ. Λ. 9. 99· ἴδε τὸ λογοπαίγνιον ἐν Ἀθην. 98C. 2) [[ἄνευ]] ὑποστάθμης, οὖρα Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, πρβλ. Χρον. Παθ. Θερ. 1. 13.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />irrésistible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὑφίστημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml