Anonymous

ἀνυπόστατος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />irrésistible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὑφίστημι]].
|btext=ος, ον :<br />irrésistible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὑφίστημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνυπόστᾰτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неодолимый]], [[неотразимый]] ([[ἀνάγκη]] Xen.; [[δύναμις]] Plat.; φρύνημα Xen., Plut.; [[πόλις]] Xen.; ἀνυπόστατοι καὶ μαχιμώτατοι ἄνθρωποι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[лишенный основания]], [[неосновательный]] ([[ὑπόθεσις]] Polyb.; ἀρχαί Diog. L.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνυπόστᾰτος:''' -ον ([[ὑφίστημι]]), αυτός στον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να αντισταθεί, [[ακατανίκητος]], σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀνυπόστᾰτος:''' -ον ([[ὑφίστημι]]), αυτός στον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να αντισταθεί, [[ακατανίκητος]], σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνυπόστᾰτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неодолимый]], [[неотразимый]] ([[ἀνάγκη]] Xen.; [[δύναμις]] Plat.; φρύνημα Xen., Plut.; [[πόλις]] Xen.; ἀνυπόστατοι καὶ μαχιμώτατοι ἄνθρωποι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[лишенный основания]], [[неосновательный]] ([[ὑπόθεσις]] Polyb.; ἀρχαί Diog. L.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj