Anonymous

ἀντιτορέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[taladrar]], [[perforar]] c. gen. δόρυ χροὸς ἀντετόρησεν <i>Il</i>.5.337<br /><b class="num">•</b>c. ac. πυκινὸν δόμον ἀντιτορήσας <i>Il</i>.10.267, μέγαν δόμον <i>h.Merc</i>.178.
|dgtxt=[[taladrar]], [[perforar]] c. gen. δόρυ χροὸς ἀντετόρησεν <i>Il</i>.5.337<br /><b class="num">•</b>c. ac. πυκινὸν δόμον ἀντιτορήσας <i>Il</i>.10.267, μέγαν δόμον <i>h.Merc</i>.178.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀντιτορήσω, <i>ao.</i> ἀντετόρησα;<br />percer droit, gén. ; forcer (un palais), acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], τορέω.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιτορέω''': διατρυπῶ [[μέχρι]] τοῦ ἄλλου μέρους, διαπερῶ, μετὰ γεν., [[δόρυ]] χροὸς ἀντετόρησεν, «διῆλθε, διέτρησεν» (Σχόλ.) Ἰλ. Ε. 337: [[ὡσαύτως]], μετ’ αἰτ., πυκινὸν δόμον ἀντιτορήσας, «διατρήσας, διορύξας» (Σχόλ.) Ἰλ. Κ. 267, πρβλ. Ἑρμάν. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 86, 178: - Ἐντεῦθεν τὸ οὐσ. ἀντιτόρησις, ἡ, [[ἐκτρύπησις]], Εὐστ. 672. 30.
|lstext='''ἀντιτορέω''': διατρυπῶ [[μέχρι]] τοῦ ἄλλου μέρους, διαπερῶ, μετὰ γεν., [[δόρυ]] χροὸς ἀντετόρησεν, «διῆλθε, διέτρησεν» (Σχόλ.) Ἰλ. Ε. 337: [[ὡσαύτως]], μετ’ αἰτ., πυκινὸν δόμον ἀντιτορήσας, «διατρήσας, διορύξας» (Σχόλ.) Ἰλ. Κ. 267, πρβλ. Ἑρμάν. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 86, 178: - Ἐντεῦθεν τὸ οὐσ. ἀντιτόρησις, ἡ, [[ἐκτρύπησις]], Εὐστ. 672. 30.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀντιτορήσω, <i>ao.</i> ἀντετόρησα;<br />percer droit, gén. ; forcer (un palais), acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], τορέω.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth