ἀντιτορέω
English (LSJ)
(cf. τετορεῖν) bore right through, c. gen., δόρυ χροὸς ἀντετόρησεν Il.5.337: c. acc., πυκινὸν δόμον ἀντιτορήσας having broken it open, ib.10.267, cf. h.Merc.178.
Spanish (DGE)
taladrar, perforar c. gen. δόρυ χροὸς ἀντετόρησεν Il.5.337
•c. ac. πυκινὸν δόμον ἀντιτορήσας Il.10.267, μέγαν δόμον h.Merc.178.
French (Bailly abrégé)
ἀντιτορῶ :
f. ἀντιτορήσω, ao. ἀντετόρησα;
percer droit, gén. ; forcer (un palais), acc..
Étymologie: ἀντί, τορέω.
German (Pape)
durchbohren, bis auf die entgegengesetzte Seite, τινός, δόρυ ἀντετόρησεν χροός Il. 5.337; durchdringen, einbrechen, δόμον ἀντιτορήσας 10.267; ἀντιτορήσων h.Merc. 178.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιτορέω:
1 прокалывать, пронзать (δόρυ χροός ἀντετόρησεν Hom.);
2 взламывать, проникать со взломом (δόμον Hom., HH).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιτορέω: διατρυπῶ μέχρι τοῦ ἄλλου μέρους, διαπερῶ, μετὰ γεν., δόρυ χροὸς ἀντετόρησεν, «διῆλθε, διέτρησεν» (Σχόλ.) Ἰλ. Ε. 337: ὡσαύτως, μετ’ αἰτ., πυκινὸν δόμον ἀντιτορήσας, «διατρήσας, διορύξας» (Σχόλ.) Ἰλ. Κ. 267, πρβλ. Ἑρμάν. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 86, 178: - Ἐντεῦθεν τὸ οὐσ. ἀντιτόρησις, ἡ, ἐκτρύπησις, Εὐστ. 672. 30.
English (Autenrieth)
only aor.: bore through in front; δορὺ χροὸς ἀντετόρησεν, Il. 5.337; w. acc., δόμον ἀντιτορήσᾶς, ‘breaking into,’ Il. 10.267.
Greek Monotonic
ἀντιτορέω: μέλ. -ήσω, διατρυπώ, διαπερνώ από άκρη σε άκρη, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., διατρυπώ, διανοίγω, στο ίδ.
Middle Liddell
to bore right through, c. gen., Il.; c. acc. to break open, Il.