Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀπαιόλη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br />[[pérdida por fraude]] τέθνηκεν ... χρημάτων ἀπαιόλῃ A.<i>Fr</i>.309.
|dgtxt=-ης, ἡ<br />[[pérdida por fraude]] τέθνηκεν ... χρημάτων ἀπαιόλῃ A.<i>Fr</i>.309.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />tromperie, fraude.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[αἰόλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαιόλη''': ἡ, ([[αἰόλος]]) «[[ἀπάτη]], [[ἀποστέρησις]]» καθ’ Ἡσύχ.· τέθνηκεν… χρημάτων ἀπαιόλῃ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 185. ΙΙ. Ἀπαιόλη ἢ Ἀπαιολή, ἡ [[ἀπάτη]] προσωποποιουμένη ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1150 («Ἀριστοφάνης δὲ (ὁ γραμματικὸς) ὀξύνεσθαί φησι τὴν ἐσχάτην, Ἀπαιολή», Σχόλ. [[αὐτόθι]]).
|lstext='''ἀπαιόλη''': ἡ, ([[αἰόλος]]) «[[ἀπάτη]], [[ἀποστέρησις]]» καθ’ Ἡσύχ.· τέθνηκεν… χρημάτων ἀπαιόλῃ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 185. ΙΙ. Ἀπαιόλη ἢ Ἀπαιολή, ἡ [[ἀπάτη]] προσωποποιουμένη ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1150 («Ἀριστοφάνης δὲ (ὁ γραμματικὸς) ὀξύνεσθαί φησι τὴν ἐσχάτην, Ἀπαιολή», Σχόλ. [[αὐτόθι]]).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />tromperie, fraude.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[αἰόλος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm