Anonymous

ἀπαυθαδίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0282.png Seite 282]] dreist reden, Plat. Ap. 37 a, handeln, τί, etwas wagen, Sp., s. <b class="b2">Lob.</b> a. a. O.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0282.png Seite 282]] dreist reden, Plat. Ap. 37 a, handeln, τί, etwas wagen, Sp., s. <b class="b2">Lob.</b> a. a. O.
}}
{{bailly
|btext=être arrogant <i>ou</i> présomptueux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[αὐθαδίζομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαυθᾱδίζομαι''': ἀποθ. ὁμιλῶ ἢ ἐνεργῶ παρατόλμως, μετὰ θράσους, Πλάτ. Ἀπολ. 37A· συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ἴδε Λοβ. Φρύν. 66. Ο [[τύπος]] ἀπαυθαδιάζομαι ἀπαντᾷ ἐν τῷ αόρ. παρὰ Ἰωσήπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 3. 7, 11· καὶ [[ἐνιαχοῦ]] ἐν χειρογρ., ὡς ἐν Θεμιστ. 131D. 135A· ἀλλ’ ἀπαυθαδίσασθαι 290C. Τὸ ἐνεργ. ἀπαυθαδιάζοντες· «μεγαλοφρονοῦντες», εὕρηται ἐν Α. Β. 419, καὶ ἐν Σουΐδ., τὸ δέ, ἀπαυθαδέω παρὰ Νικήτα ἐν Χρον. 13. 1, σ. 501, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. καὶ Θωμ. Μάγ. σ. 84.
|lstext='''ἀπαυθᾱδίζομαι''': ἀποθ. ὁμιλῶ ἢ ἐνεργῶ παρατόλμως, μετὰ θράσους, Πλάτ. Ἀπολ. 37A· συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ἴδε Λοβ. Φρύν. 66. Ο [[τύπος]] ἀπαυθαδιάζομαι ἀπαντᾷ ἐν τῷ αόρ. παρὰ Ἰωσήπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 3. 7, 11· καὶ [[ἐνιαχοῦ]] ἐν χειρογρ., ὡς ἐν Θεμιστ. 131D. 135A· ἀλλ’ ἀπαυθαδίσασθαι 290C. Τὸ ἐνεργ. ἀπαυθαδιάζοντες· «μεγαλοφρονοῦντες», εὕρηται ἐν Α. Β. 419, καὶ ἐν Σουΐδ., τὸ δέ, ἀπαυθαδέω παρὰ Νικήτα ἐν Χρον. 13. 1, σ. 501, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. καὶ Θωμ. Μάγ. σ. 84.
}}
{{bailly
|btext=être arrogant <i>ou</i> présomptueux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[αὐθαδίζομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm