ἀπαυθαδίζομαι
English (LSJ)
speak or act boldly, Pl.Ap.37a; freq. in late Prose, in bad sense, Ph.2.441; μέχρι παντός J.BJ3.7.11, cf. Plu.2.766c, Them.Or.10.131d,135a, 23.290c.
Spanish (DGE)
1 tr. atreverse a hacer, realizar osadamente ὅπερ ᾤμην πλαστικὴν ἀπαυθαδιεῖσθαι μόνην Philostr.Im.1.10, τοιοῦτόν τι POxy.2182.15 (II d.C.), σμικρόν τι Them.Or.23.290c, δειλίαν δὲ οὕτω τῷ ἀνθρώπῳ καὶ καταστροφὴν ἀπαυθαδισαμένη Procop.Goth.4.32.29.
2 intr. ser demasiado osado, descarado, insolente Pl.Ap.37a, Ph.2.441, BGU 195.13, Plu.2.766c, 250b, μέχρι παντός I.BI 3.179, Them.Or.10.131d, 135a.
German (Pape)
[Seite 282] dreist reden, Plat. Ap. 37 a, handeln, τί, etwas wagen, Sp., s. Lob. a. a. O.
French (Bailly abrégé)
être arrogant ou présomptueux.
Étymologie: ἀπό, αὐθαδίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαυθᾱδίζομαι: быть самоуверенным, самонадеянно говорить Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαυθᾱδίζομαι: ἀποθ. ὁμιλῶ ἢ ἐνεργῶ παρατόλμως, μετὰ θράσους, Πλάτ. Ἀπολ. 37A· συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ἴδε Λοβ. Φρύν. 66. Ο τύπος ἀπαυθαδιάζομαι ἀπαντᾷ ἐν τῷ αόρ. παρὰ Ἰωσήπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 3. 7, 11· καὶ ἐνιαχοῦ ἐν χειρογρ., ὡς ἐν Θεμιστ. 131D. 135A· ἀλλ’ ἀπαυθαδίσασθαι 290C. Τὸ ἐνεργ. ἀπαυθαδιάζοντες· «μεγαλοφρονοῦντες», εὕρηται ἐν Α. Β. 419, καὶ ἐν Σουΐδ., τὸ δέ, ἀπαυθαδέω παρὰ Νικήτα ἐν Χρον. 13. 1, σ. 501, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. καὶ Θωμ. Μάγ. σ. 84.
Greek Monotonic
ἀπαυθᾱδίζομαι: μέλ. -ιοῦμαι, αποθ.· μιλώ ή ενεργώ παράτολμα, με θράσος, μιλώ με παρρησία, σε Πλάτ.