Anonymous

ἀπαντλέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0279.png Seite 279]] abschöpfen, Plut. Alex. 57; πόνων τί τινι, abnehmen, Aesch. Prom. 84; [[ὕβρισμα]] χθονός, wegnehmen, Eur. Or. 1657; [[βάρος]] ψυχῆς Alc. 354; erschöpfen, σώματα διαίταις ἀπαντλοῦντα Plat. Rep. III, 407 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0279.png Seite 279]] abschöpfen, Plut. Alex. 57; πόνων τί τινι, abnehmen, Aesch. Prom. 84; [[ὕβρισμα]] χθονός, wegnehmen, Eur. Or. 1657; [[βάρος]] ψυχῆς Alc. 354; erschöpfen, σώματα διαίταις ἀπαντλοῦντα Plat. Rep. III, 407 d.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἀπήντλουν, <i>ao.</i> ἀπήντλησα;<br /><b>1</b> puiser;<br /><b>2</b> épuiser, supprimer : ἀπ. [[βάρος]] ψυχῆς EUR alléger le poids de l'âme ; πόνων [[τί]] τινι ESCHL apporter quelque allégement aux peines de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀντλέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαντλέω''': [[ἀνασύρω]] ἀπό τινος· ἀπ. χθονὸς [[ὕβρισμα]] θνητῶν Εὐρ. Ὀρ. 1641· [[ἐξέλκω]], [[ἀνέλκω]], ἀφαιρῶ· πόνους τινὶ Αἰσχ. Πρ. 84· ἀπ. τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. Πρβλ. 2. 41· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἐπιχέω]] (ὃ ἴδε). ΙΙ. μ. αἰτ. μόνον [[ἐλαφρύνω]], σμικρύνω, ἐλαττῶ, βάρος ψυχῆς Εὐρ. Ἄλκ. 354· τὰ σώματα διαίτας ἀπ. Πλάτ. Πολ. 407D. - Ἐν τῷ Παθ., Πλουτ. Ἀλέξ. 57, Φίλων 1. 266. - Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. ἀπαντλητέον, πρέπει τις νὰ ἀντλῇ ἢ νὰ ἀντλήσῃ, ν’ ἀνασύρῃ, [[ὕδωρ]] π.χ., Γεωπ. 6. 18.
|lstext='''ἀπαντλέω''': [[ἀνασύρω]] ἀπό τινος· ἀπ. χθονὸς [[ὕβρισμα]] θνητῶν Εὐρ. Ὀρ. 1641· [[ἐξέλκω]], [[ἀνέλκω]], ἀφαιρῶ· πόνους τινὶ Αἰσχ. Πρ. 84· ἀπ. τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. Πρβλ. 2. 41· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἐπιχέω]] (ὃ ἴδε). ΙΙ. μ. αἰτ. μόνον [[ἐλαφρύνω]], σμικρύνω, ἐλαττῶ, βάρος ψυχῆς Εὐρ. Ἄλκ. 354· τὰ σώματα διαίτας ἀπ. Πλάτ. Πολ. 407D. - Ἐν τῷ Παθ., Πλουτ. Ἀλέξ. 57, Φίλων 1. 266. - Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. ἀπαντλητέον, πρέπει τις νὰ ἀντλῇ ἢ νὰ ἀντλήσῃ, ν’ ἀνασύρῃ, [[ὕδωρ]] π.χ., Γεωπ. 6. 18.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἀπήντλουν, <i>ao.</i> ἀπήντλησα;<br /><b>1</b> puiser;<br /><b>2</b> épuiser, supprimer : ἀπ. [[βάρος]] ψυχῆς EUR alléger le poids de l'âme ; πόνων [[τί]] τινι ESCHL apporter quelque allégement aux peines de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀντλέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm