3,274,919
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. ind. ἀπορρήσας (<i>sic</i>) <i>IG</i> 1<sup>2</sup>.1085.3 (V a.C.), pas. subj. ἀπορραγῇ Hdt.2.29; perf. ind. ἀπερρώγασι Archil.82, part. ἀπερρωγώς Luc.<i>Pseudol</i>.17, fem. ἀπερρωγεῖα <i>ID</i> 1432B b.2.19 (II a.C.), ἀπερρηγώς Herm.<i>Vis</i>.1.1.3]<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> c. ac. de cosa [[romper]] δεσμόν <i>Il</i> 6.507, Hdt.3.32, κορυφὴν ὄρεος <i>Od</i>.9.481, ἑπτὰ δὲ ἀπορρήσας (l. -ξας) λόγχας ἐνὶ σώματι ἐκείνων <i>IG</i> [[l.c.]], τὸν νωτιαῖον Hp.<i>Art</i>.46, τὴν σειρίδα X.<i>Cyn</i>.9.19, τὸ καλώδιον Luc.<i>DMeretr</i>.3.3, τὰς στήλας D.C.45.17.3<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[romperse]] (ἵπποι) μὴ ἀπορρηγνύωνται τοὺς ὤμους X.<i>Eq</i>.8.6<br /><b class="num">•</b>[[reventar]] ἀπορρῆξαι αὐτάς (αἶγας) <i>PMich.Zen</i>.87.3 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. τῆς εἰρήνης τὴν συμμαχίαν D. en Aeschin.3.72<br /><b class="num">•</b>c. ac. de cosa y ἀπό c. gen. [[romper separando]], [[separar]] ἀπὸ τοῦ Βαρβάρου τὸ ... Ἰωνικὸν φῦλον Hdt.8.19, τὰ μακρὰ τείχη ... ἀπὸ τῆς τῶν Μεγαρέων πόλεως Th.4.69<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. y gen. separat. [[alejar]], [[apartar]] ἀπέρρηξεν ἑαυτὸν τῶν τοῦ πατρὸς ἐπιτηδευμάτων I.<i>AI</i> 10.37, τοὺς ἀδελφοὺς τῆς βασιλικῆς ἐλπίδος I.<i>BI</i> 1.450, ἑαυτὸν τοῦ Μαρκέλλου Plu.<i>Marc</i>.27.<br /><b class="num">2</b> c. ac. de fuerzas vitales [[dejar salir]], [[dejar escapar]], [[soltar]] πνεῦμα A.<i>Pers</i>.507, E.<i>Or</i>.864, <i>Tr</i>.756, βίον E.<i>IT</i> 974, ψυχήν <i>AP</i> 7.313, τὸ ζῆν Pall.<i>V.Chrys</i>.17 p.104, γέλωτα Numen.26.46, ἀπορρῆξαι τὸν θυμόν descargar el ánimo</i> D.H.<i>Rh</i>.9.5<br /><b class="num">•</b>de palabras, noticias [[soltar]], [[espetar]] τὴν Μενάνδρειον ἐκείνην ... φωνήν Luc.<i>Am</i>.43, τοσοῦτον App.<i>BC</i> 2.81, αὐτό Ctes.24.<br /><b class="num">II</b> intr. en perf. act. y en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[romperse]], [[quebrarse]], [[desgarrarse]] ἀπερρώγασι μύκεω τένοντες Archil.l.c., τό (ὀστέον) Hp.<i>VC</i> 6, cf. <i>Art</i>.46, Gal. en Orib.46.21.22, αἱ κοτυληδόνες (τῆς μήτρας) ... ἀπορρήγνυνται Hp.<i>Aph</i>.5.45, ὁ ὀμφαλός Hp.<i>Superf</i>.8, (τὰ ᾠά) Arist.<i>HA</i> 550<sup>a</sup>4, la sirga de una embarcación, Hdt.2.29, ὁ τόπος ... ἀπερρηγὼς ἀπὸ τῶν ὑδάτων Herm.l.c., φιάλη <i>ID</i> [[l.c.]], como síntoma en la enfermedad φωνὴ ... ὑπὸ τῆς βοῆς ἀπερρωγυῖα Hp.<i>Epid</i>.7.11, φωναὶ ἀπερρήγνυντο ἐς τὸ βηχῶδες Hp.<i>Epid</i>.6.7.1, cf. <i>Acut.(Sp.)</i> 10, Arist.<i>Aud</i>.804<sup>b</sup>20<br /><b class="num">•</b>[[desprenderse]], [[soltarse]] ἀπὸ δὲ τοῦ Παρνησσοῦ ... δύο κορυφαί Hdt.8.37, (γῆ) διὰ [[βάρος]] ἀπορραγεῖσα τοῦ ὅλου Plu.2.425c, cf. <i>Lys</i>.12, (τὸ ἔμβρυον) en el aborto, Hp.<i>Nat.Mul</i>.17, tb. en aor. act. κάπρος ... ἀπορρήξας ἀπὸ δεσμῶν <i>AP</i> 9.240 (Phil.)<br /><b class="num">•</b>de ahí [[quedar separado]] τὸ μὲν εὐώνυμον κέρας ... ἀπορραγὲν ἔφευγε Th.5.10.<br /><b class="num">2</b> fig. [[estallar]], [[surgir con violencia]] πόλεμος ἀπερρήγνυτο App.<i>Syr</i>.15, ὁ μὲν οὖν, ὡς ἂν ἀπορραγείη τὸ [[ἔθνος]], καβ' ἡμέραν ἐπέτεινεν αὐτοῖς τὰς συμφοράς y él, para que el pueblo estallara, aumentaba día a día sus desgracias</i> I.<i>BI</i> 2.283, tb. en aor. act. τι παλαιὸν ὑποικουροῦν ἐν τῇ ψυχῇ κακὸν ἀπέρρηξε Luc.<i>Abd</i>.6.<br /><b class="num">III</b> siempre en part. perf.<br /><b class="num">1</b> [[que rompe con todo]], [[absurdo]] πράγματα S.E.<i>M</i>.1.267, ἀπερρωγός ἐστιν ἢ τὸ ... ποιεῖν ... ἢ τὸ ... ἀξιοῦν ... S.E.<i>M</i>.9.262, cf. 8.165.<br /><b class="num">2</b> [[que ha roto con todo]], del carácter [[disoluto]] Luc.<i>Pseudol</i>.17, Muson.12. | |dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. ind. ἀπορρήσας (<i>sic</i>) <i>IG</i> 1<sup>2</sup>.1085.3 (V a.C.), pas. subj. ἀπορραγῇ Hdt.2.29; perf. ind. ἀπερρώγασι Archil.82, part. ἀπερρωγώς Luc.<i>Pseudol</i>.17, fem. ἀπερρωγεῖα <i>ID</i> 1432B b.2.19 (II a.C.), ἀπερρηγώς Herm.<i>Vis</i>.1.1.3]<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> c. ac. de cosa [[romper]] δεσμόν <i>Il</i> 6.507, Hdt.3.32, κορυφὴν ὄρεος <i>Od</i>.9.481, ἑπτὰ δὲ ἀπορρήσας (l. -ξας) λόγχας ἐνὶ σώματι ἐκείνων <i>IG</i> [[l.c.]], τὸν νωτιαῖον Hp.<i>Art</i>.46, τὴν σειρίδα X.<i>Cyn</i>.9.19, τὸ καλώδιον Luc.<i>DMeretr</i>.3.3, τὰς στήλας D.C.45.17.3<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[romperse]] (ἵπποι) μὴ ἀπορρηγνύωνται τοὺς ὤμους X.<i>Eq</i>.8.6<br /><b class="num">•</b>[[reventar]] ἀπορρῆξαι αὐτάς (αἶγας) <i>PMich.Zen</i>.87.3 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. τῆς εἰρήνης τὴν συμμαχίαν D. en Aeschin.3.72<br /><b class="num">•</b>c. ac. de cosa y ἀπό c. gen. [[romper separando]], [[separar]] ἀπὸ τοῦ Βαρβάρου τὸ ... Ἰωνικὸν φῦλον Hdt.8.19, τὰ μακρὰ τείχη ... ἀπὸ τῆς τῶν Μεγαρέων πόλεως Th.4.69<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. y gen. separat. [[alejar]], [[apartar]] ἀπέρρηξεν ἑαυτὸν τῶν τοῦ πατρὸς ἐπιτηδευμάτων I.<i>AI</i> 10.37, τοὺς ἀδελφοὺς τῆς βασιλικῆς ἐλπίδος I.<i>BI</i> 1.450, ἑαυτὸν τοῦ Μαρκέλλου Plu.<i>Marc</i>.27.<br /><b class="num">2</b> c. ac. de fuerzas vitales [[dejar salir]], [[dejar escapar]], [[soltar]] πνεῦμα A.<i>Pers</i>.507, E.<i>Or</i>.864, <i>Tr</i>.756, βίον E.<i>IT</i> 974, ψυχήν <i>AP</i> 7.313, τὸ ζῆν Pall.<i>V.Chrys</i>.17 p.104, γέλωτα Numen.26.46, ἀπορρῆξαι τὸν θυμόν descargar el ánimo</i> D.H.<i>Rh</i>.9.5<br /><b class="num">•</b>de palabras, noticias [[soltar]], [[espetar]] τὴν Μενάνδρειον ἐκείνην ... φωνήν Luc.<i>Am</i>.43, τοσοῦτον App.<i>BC</i> 2.81, αὐτό Ctes.24.<br /><b class="num">II</b> intr. en perf. act. y en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[romperse]], [[quebrarse]], [[desgarrarse]] ἀπερρώγασι μύκεω τένοντες Archil.l.c., τό (ὀστέον) Hp.<i>VC</i> 6, cf. <i>Art</i>.46, Gal. en Orib.46.21.22, αἱ κοτυληδόνες (τῆς μήτρας) ... ἀπορρήγνυνται Hp.<i>Aph</i>.5.45, ὁ ὀμφαλός Hp.<i>Superf</i>.8, (τὰ ᾠά) Arist.<i>HA</i> 550<sup>a</sup>4, la sirga de una embarcación, Hdt.2.29, ὁ τόπος ... ἀπερρηγὼς ἀπὸ τῶν ὑδάτων Herm.l.c., φιάλη <i>ID</i> [[l.c.]], como síntoma en la enfermedad φωνὴ ... ὑπὸ τῆς βοῆς ἀπερρωγυῖα Hp.<i>Epid</i>.7.11, φωναὶ ἀπερρήγνυντο ἐς τὸ βηχῶδες Hp.<i>Epid</i>.6.7.1, cf. <i>Acut.(Sp.)</i> 10, Arist.<i>Aud</i>.804<sup>b</sup>20<br /><b class="num">•</b>[[desprenderse]], [[soltarse]] ἀπὸ δὲ τοῦ Παρνησσοῦ ... δύο κορυφαί Hdt.8.37, (γῆ) διὰ [[βάρος]] ἀπορραγεῖσα τοῦ ὅλου Plu.2.425c, cf. <i>Lys</i>.12, (τὸ ἔμβρυον) en el aborto, Hp.<i>Nat.Mul</i>.17, tb. en aor. act. κάπρος ... ἀπορρήξας ἀπὸ δεσμῶν <i>AP</i> 9.240 (Phil.)<br /><b class="num">•</b>de ahí [[quedar separado]] τὸ μὲν εὐώνυμον κέρας ... ἀπορραγὲν ἔφευγε Th.5.10.<br /><b class="num">2</b> fig. [[estallar]], [[surgir con violencia]] πόλεμος ἀπερρήγνυτο App.<i>Syr</i>.15, ὁ μὲν οὖν, ὡς ἂν ἀπορραγείη τὸ [[ἔθνος]], καβ' ἡμέραν ἐπέτεινεν αὐτοῖς τὰς συμφοράς y él, para que el pueblo estallara, aumentaba día a día sus desgracias</i> I.<i>BI</i> 2.283, tb. en aor. act. τι παλαιὸν ὑποικουροῦν ἐν τῇ ψυχῇ κακὸν ἀπέρρηξε Luc.<i>Abd</i>.6.<br /><b class="num">III</b> siempre en part. perf.<br /><b class="num">1</b> [[que rompe con todo]], [[absurdo]] πράγματα S.E.<i>M</i>.1.267, ἀπερρωγός ἐστιν ἢ τὸ ... ποιεῖν ... ἢ τὸ ... ἀξιοῦν ... S.E.<i>M</i>.9.262, cf. 8.165.<br /><b class="num">2</b> [[que ha roto con todo]], del carácter [[disoluto]] Luc.<i>Pseudol</i>.17, Muson.12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀπορρήξω, <i>ao.</i> [[ἀπέρρηξα]], <i>pf.2 au sens neutre</i> [[ἀπέρρωγα]];<br /><i>Pass. f.</i> ἀπορραγήσομαι, <i>ao.2</i> [[ἀπερράγην]];<br />arracher, briser : [[τι]] [[ἀπό]] τινος séparer violemment une chose d'une autre ; βίον EUR arracher la vie ; <i>Pass.</i> se briser, se séparer violemment de, [[ἀπό]] τινος.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ῥήγνυμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπορρήγνυμι''': ἡ -ύω: μέλλ. -ρήξω: [[ἀποκόπτω]], [[κόπτω]], διαρρηγνύω, «σπάνω», δεσμὸν ἀπορρήξας Ἰλ. Ζ. 507· ἀπορρήξαντα τὸν δεσμὸν παραγενέσθαι Ἡρόδ. 3. 32· ἀποσπῶ, ἧκε δ’ ἀπορρήξας κορυφὴν ὄρεος μεγάλοιο Ὀδ. Ι. 481· πνεῦμ’ ἀπορρῆξαι βίου, ἀποκόψαι τὸ [[νῆμα]] τοῦ βίου, ἀποβιῶσαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 507· [[οὕτως]], ἀπ. [[πνεῦμα]], βίον Εὐρ. Ὀρ. 864, Ι. Τ. 974, πρβλ. Τρῳ. 751· ἀπ. ψυχὴν Ἀνθ. Π. 7. 313· τὰ μακρὰ τείχη ἀπ. ἀπὸ τῆς τῶν Μεγαρέων πόλεως Θουκ. 4. 69· ἀπ. τῆς εἰρήνης τὴν ξυμμαχίαν, [[φράσις]] τοῦ Δημ. ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τοῦ Αἰσχίνου 64. 3· ὅρα μη... ἀπορρήξωμεν [[πάνυ]] τείνουσαι τὸ [[καλῴδιον]] Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 3. 3. 3) [[κάμνω]] τι ἢ ἀφίνω αὐτὸ νὰ ξεσπάσῃ, ἀπ. τὸν θυμὸν Διον. Ἁλ. περὶ Ρητ. 9. 5, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 43, Ἀππ. Ἐμφ. 2. 81: -[[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., [[πόλεμος]]... ἀπερρήγνυτο Ἀππ. Συρ. 15. ΙΙ. Παθ., [[κυρίως]] κατ’ ἀόρ., [[ἀπερράγην]] [ᾰ] Ἡρόδ., κτλ.: -ἀποσπῶμαι ἢ ἀποχωρίζομαι, ἀπό τινος Ἡρόδ. 8. 19, 37: ἀπολ., διασπῶμαι, διαχωρίζομαι, ὁ αὐτ. 2. 29, Θουκ. 5. 10, κτλ., πρβλ. τὴν λ. [[ἀκτίς]]. 2) ὁ ἐνεργ. πρκμ. ἀπέρρωγα κεῖται [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παθ. σημασίας, Ἀρχίλ. 126, κτλ.· φωνὴ ἀπερρωγυῖα, φωνὴ διακεκομμένη, Ἱππ. 398, 3, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 71· ἀπερρωγώς, παραλελυμένος, [[ἀκόλαστος]], ἄσωτος, Λουκ. Ψευδολ. 17· [[ἀλλόκοτος]], γελοῖος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 165. 3) παρὰ Φίλωνι ἀπαντᾷ καὶ παθ. πρκμ. ἀπέρρηγμαι 2. 510· καί, 4) ὁ ἀόρ. α΄ κεῖται ἀμεταβ. ἐν Ἀνθ. Π. 9, 240 ἀπορρήξας ἀπὸ δεσμῶν, καὶ ἐν Λουκ. Ἀποκηρ. 6 κακὸν ἀπέρρηξε. | |lstext='''ἀπορρήγνυμι''': ἡ -ύω: μέλλ. -ρήξω: [[ἀποκόπτω]], [[κόπτω]], διαρρηγνύω, «σπάνω», δεσμὸν ἀπορρήξας Ἰλ. Ζ. 507· ἀπορρήξαντα τὸν δεσμὸν παραγενέσθαι Ἡρόδ. 3. 32· ἀποσπῶ, ἧκε δ’ ἀπορρήξας κορυφὴν ὄρεος μεγάλοιο Ὀδ. Ι. 481· πνεῦμ’ ἀπορρῆξαι βίου, ἀποκόψαι τὸ [[νῆμα]] τοῦ βίου, ἀποβιῶσαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 507· [[οὕτως]], ἀπ. [[πνεῦμα]], βίον Εὐρ. Ὀρ. 864, Ι. Τ. 974, πρβλ. Τρῳ. 751· ἀπ. ψυχὴν Ἀνθ. Π. 7. 313· τὰ μακρὰ τείχη ἀπ. ἀπὸ τῆς τῶν Μεγαρέων πόλεως Θουκ. 4. 69· ἀπ. τῆς εἰρήνης τὴν ξυμμαχίαν, [[φράσις]] τοῦ Δημ. ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τοῦ Αἰσχίνου 64. 3· ὅρα μη... ἀπορρήξωμεν [[πάνυ]] τείνουσαι τὸ [[καλῴδιον]] Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 3. 3. 3) [[κάμνω]] τι ἢ ἀφίνω αὐτὸ νὰ ξεσπάσῃ, ἀπ. τὸν θυμὸν Διον. Ἁλ. περὶ Ρητ. 9. 5, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 43, Ἀππ. Ἐμφ. 2. 81: -[[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., [[πόλεμος]]... ἀπερρήγνυτο Ἀππ. Συρ. 15. ΙΙ. Παθ., [[κυρίως]] κατ’ ἀόρ., [[ἀπερράγην]] [ᾰ] Ἡρόδ., κτλ.: -ἀποσπῶμαι ἢ ἀποχωρίζομαι, ἀπό τινος Ἡρόδ. 8. 19, 37: ἀπολ., διασπῶμαι, διαχωρίζομαι, ὁ αὐτ. 2. 29, Θουκ. 5. 10, κτλ., πρβλ. τὴν λ. [[ἀκτίς]]. 2) ὁ ἐνεργ. πρκμ. ἀπέρρωγα κεῖται [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παθ. σημασίας, Ἀρχίλ. 126, κτλ.· φωνὴ ἀπερρωγυῖα, φωνὴ διακεκομμένη, Ἱππ. 398, 3, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 71· ἀπερρωγώς, παραλελυμένος, [[ἀκόλαστος]], ἄσωτος, Λουκ. Ψευδολ. 17· [[ἀλλόκοτος]], γελοῖος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 165. 3) παρὰ Φίλωνι ἀπαντᾷ καὶ παθ. πρκμ. ἀπέρρηγμαι 2. 510· καί, 4) ὁ ἀόρ. α΄ κεῖται ἀμεταβ. ἐν Ἀνθ. Π. 9, 240 ἀπορρήξας ἀπὸ δεσμῶν, καὶ ἐν Λουκ. Ἀποκηρ. 6 κακὸν ἀπέρρηξε. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |