Anonymous

ἀποκηρύσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0306.png Seite 306]] öffentlich durch den Herold ausrufen lassen, a) verbieten, μηδένα συστρατεύειν Xen. Hell. 5, 2, 27. – b) sich von seinem Sohne lossagen, ihn enterben, [[υἱόν]] Plat. Legg. XI, 929 c; [[παῖς]] ἀποκεκηρυγμένος 928 e; vgl. Dem. 39, 39 u. Luc. Abdic. – c) öffentlich verkaufen (ὑπὸ κήρυκι πωλεῖν Ammon.), Her. 1, 194, in tmesi; Dem. 23. 201; Luc. oft, z. B. πόσου τοῦτον ἀποκηρύττεις Vit. auct. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0306.png Seite 306]] öffentlich durch den Herold ausrufen lassen, a) verbieten, μηδένα συστρατεύειν Xen. Hell. 5, 2, 27. – b) sich von seinem Sohne lossagen, ihn enterben, [[υἱόν]] Plat. Legg. XI, 929 c; [[παῖς]] ἀποκεκηρυγμένος 928 e; vgl. Dem. 39, 39 u. Luc. Abdic. – c) öffentlich verkaufen (ὑπὸ κήρυκι πωλεῖν Ammon.), Her. 1, 194, in tmesi; Dem. 23. 201; Luc. oft, z. B. πόσου τοῦτον ἀποκηρύττεις Vit. auct. 6.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> se défaire de qch par l'entremise du crieur public, vendre à la criée;<br /><b>II.</b> repousser par déclaration publique :<br /><b>1</b> défendre, interdire, avec [[μή]] et l'inf.;<br /><b>2</b> répudier ; déshériter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κηρύσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκηρύσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, ἀγγέλλω τι διὰ τοῦ κήρυκος, [[προσφέρω]] τι πρὸς πώλησιν, πωλῶ ἐν δημοπρασίᾳ, Ἡρόδ. 1. 194, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πρέσβεσι» 5· οὐ θᾶττον αὐτὴν… ἀποκηρύξει τις ὅ,τι ἂν ἀλφάνῃ, ὅ,τι ἂν εὕρῃ, Εὔπολ. ἐν «ταξιάρχοις» 12: ― Παθ., πωλοῦμαι ἐν δημοπρασία, Λυσ. 148. 43, Λουκ. Ἁλ. 23. ΙΙ. ἀποκηρύττω [[δημοσίᾳ]], ἐξέστω τῷ πατρὶ τὸν υἱὸν ἀποκηρύττειν Πλάτ. Νόμ. 229C κἑξ., πρβλ. Δημ. 1006, 21, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 1, κἑξ.· [[ὡσαύτως]], ἀποκηρύττω τινὰ ὡς ἔκνομον, [[ἐξορίζω]], Βαλκν. Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., παρ’ Ἐκκλ. [[ἀποβάλλω]] τῆς ἐκκλησίας, Εὐσ. Ἱ. Ἐ. 7. 29,1, Ἀποκηρυττόμενος, ἡ ἐπιγραφὴ ἑνὸς ἐκ τῶν λόγων τοῦ Λουκιανοῦ. ΙΙΙ. ἀπαγορεύω διὰ προκηρύξεως, ἀποκεκήρυκται μὴ στρατεύειν Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 27, πρβλ. Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 4, 5.
|lstext='''ἀποκηρύσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, ἀγγέλλω τι διὰ τοῦ κήρυκος, [[προσφέρω]] τι πρὸς πώλησιν, πωλῶ ἐν δημοπρασίᾳ, Ἡρόδ. 1. 194, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πρέσβεσι» 5· οὐ θᾶττον αὐτὴν… ἀποκηρύξει τις ὅ,τι ἂν ἀλφάνῃ, ὅ,τι ἂν εὕρῃ, Εὔπολ. ἐν «ταξιάρχοις» 12: ― Παθ., πωλοῦμαι ἐν δημοπρασία, Λυσ. 148. 43, Λουκ. Ἁλ. 23. ΙΙ. ἀποκηρύττω [[δημοσίᾳ]], ἐξέστω τῷ πατρὶ τὸν υἱὸν ἀποκηρύττειν Πλάτ. Νόμ. 229C κἑξ., πρβλ. Δημ. 1006, 21, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 1, κἑξ.· [[ὡσαύτως]], ἀποκηρύττω τινὰ ὡς ἔκνομον, [[ἐξορίζω]], Βαλκν. Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., παρ’ Ἐκκλ. [[ἀποβάλλω]] τῆς ἐκκλησίας, Εὐσ. Ἱ. Ἐ. 7. 29,1, Ἀποκηρυττόμενος, ἡ ἐπιγραφὴ ἑνὸς ἐκ τῶν λόγων τοῦ Λουκιανοῦ. ΙΙΙ. ἀπαγορεύω διὰ προκηρύξεως, ἀποκεκήρυκται μὴ στρατεύειν Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 27, πρβλ. Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 4, 5.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> se défaire de qch par l'entremise du crieur public, vendre à la criée;<br /><b>II.</b> repousser par déclaration publique :<br /><b>1</b> défendre, interdire, avec [[μή]] et l'inf.;<br /><b>2</b> répudier ; déshériter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κηρύσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml