Anonymous

ἀπομνημονεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0315.png Seite 315]] 1) erinnern, ins Gedächtniß rufen, Plat. Soph. 241 b u. öfter; τὠυτὸ [[ὄνομα]] ἀπεμνημόνευσε τῷ παιδὶ θέσθαι Her. 5, 65, er gab dem Kinde denselben Namen zum Andenken. – 2) hersagen, erzählen, λόγους Plat. Theag. 121 d; [[πρός]] τινα Tim. 20 e; aus dem Gedächtniß erzählen, Dem. 19, 13. – 3) sich erinnern, eingedenk sein, ὅ φασι [[γενέσθαι]] [[ποτέ]] Plat. Polit. 268 e; im Gedächtniß festhalten [[πεντήκοντα]] ὀνόματα Hipp. mai. 285 e; Einem etwas im Guten od. Bösen gedenken, Xen. Mem. 1, 2, 31 Aesch. 3, 208; vgl. 1, 111; τινὶ εὐεργεσίας Dem. Epist. 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0315.png Seite 315]] 1) erinnern, ins Gedächtniß rufen, Plat. Soph. 241 b u. öfter; τὠυτὸ [[ὄνομα]] ἀπεμνημόνευσε τῷ παιδὶ θέσθαι Her. 5, 65, er gab dem Kinde denselben Namen zum Andenken. – 2) hersagen, erzählen, λόγους Plat. Theag. 121 d; [[πρός]] τινα Tim. 20 e; aus dem Gedächtniß erzählen, Dem. 19, 13. – 3) sich erinnern, eingedenk sein, ὅ φασι [[γενέσθαι]] [[ποτέ]] Plat. Polit. 268 e; im Gedächtniß festhalten [[πεντήκοντα]] ὀνόματα Hipp. mai. 285 e; Einem etwas im Guten od. Bösen gedenken, Xen. Mem. 1, 2, 31 Aesch. 3, 208; vgl. 1, 111; τινὶ εὐεργεσίας Dem. Epist. 3.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> remettre en mémoire, rappeler le souvenir de : ἐπὶ [[τούτου]] τὠυτὸ [[ὄνομα]] ἀπεμνημόνευσε [[τῷ]] παιδὶ [[θέσθαι]] HDT il conserva le souvenir de cet événement en donnant le même nom à son enfant;<br /><b>2</b> se rappeler, conserver dans son souvenir ; <i>en mauv. part</i> ἀπ. τινι conserver rancune à qqn de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μνημονεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπομνημονεύω''': διηγοῦμαι ἀπὸ μνήμης, [[ἐπαναλαμβάνω]], οἴει με, ἃ Λυσίας ἐν πολλῷ χρόνῳ κατὰ σχολὴν συνέθηκε… [[ταῦτα]] ἰδιώτην [[ὄντα]] ἀπομνημονεύσειν [[ἀξίως]] ἐκείνου; Πλάτ. Φαῖδρ. 228Α, κτλ.: ― Παθ., ἀπομνημονεύεται ὅπόστος ἐγένετο Ξεν. Ἀγησ. 1, 2. 2) ἐνθυμοῦμαι, ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην μου, Πλάτ. Πολιτικ. 568Ε, Φαίδων 103Α, Δημ. 345. 10, Αἰσχίν. 56. 7, κτλ.: ― διατηρῶ ἐν τῇ [[μνήμη]] μου, Πλάτ. Πολιτ. 273Β, κ. ἀλλ. 3) ἐπὶ τούτου δὲ τωὐτὸ [[οὔνομα]] ἀπεμνημόνευσε… τῷ παιδὶ θέσθαι, ἔδωκεν εἰς τὸν [[υἱόν]] του τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]] πρὸς ἀνάμνησιν πράγματός τινος, Ἡρόδ. 5. 65. 4) ἀπ. τινί τι, ἔχω τι ἐν τῇ μνήμῃ [[ἐναντίον]] ἑτέρου (πρβλ. [[ἀπομιμνήσκομαι]]), Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 31, Αἰσχίν. 15. ἐν τέλ., 83. 39· οὐδὲ [[μνησίκακος]]· οὐ γὰρ μεγαλοψύχου τὸ ἀπομνημονεύειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 30.
|lstext='''ἀπομνημονεύω''': διηγοῦμαι ἀπὸ μνήμης, [[ἐπαναλαμβάνω]], οἴει με, ἃ Λυσίας ἐν πολλῷ χρόνῳ κατὰ σχολὴν συνέθηκε… [[ταῦτα]] ἰδιώτην [[ὄντα]] ἀπομνημονεύσειν [[ἀξίως]] ἐκείνου; Πλάτ. Φαῖδρ. 228Α, κτλ.: ― Παθ., ἀπομνημονεύεται ὅπόστος ἐγένετο Ξεν. Ἀγησ. 1, 2. 2) ἐνθυμοῦμαι, ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην μου, Πλάτ. Πολιτικ. 568Ε, Φαίδων 103Α, Δημ. 345. 10, Αἰσχίν. 56. 7, κτλ.: ― διατηρῶ ἐν τῇ [[μνήμη]] μου, Πλάτ. Πολιτ. 273Β, κ. ἀλλ. 3) ἐπὶ τούτου δὲ τωὐτὸ [[οὔνομα]] ἀπεμνημόνευσε… τῷ παιδὶ θέσθαι, ἔδωκεν εἰς τὸν [[υἱόν]] του τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]] πρὸς ἀνάμνησιν πράγματός τινος, Ἡρόδ. 5. 65. 4) ἀπ. τινί τι, ἔχω τι ἐν τῇ μνήμῃ [[ἐναντίον]] ἑτέρου (πρβλ. [[ἀπομιμνήσκομαι]]), Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 31, Αἰσχίν. 15. ἐν τέλ., 83. 39· οὐδὲ [[μνησίκακος]]· οὐ γὰρ μεγαλοψύχου τὸ ἀπομνημονεύειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 30.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> remettre en mémoire, rappeler le souvenir de : ἐπὶ [[τούτου]] τὠυτὸ [[ὄνομα]] ἀπεμνημόνευσε [[τῷ]] παιδὶ [[θέσθαι]] HDT il conserva le souvenir de cet événement en donnant le même nom à son enfant;<br /><b>2</b> se rappeler, conserver dans son souvenir ; <i>en mauv. part</i> ἀπ. τινι conserver rancune à qqn de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μνημονεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml