Anonymous

ἀποτροπή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0332.png Seite 332]] ἡ, 1) die Abwendung, Aesch. Pers. 213; καὶ ἀπαλλαγαί Plat. Prot. 354 b; καὶ κλοπαί Legg. VIII, 845 d; ἀποτροπῆς [[ἕνεκα]] κολάζειν, zum abschreckenden Beispiel, Prot. 324 b; Heilmittel, νόσου Philo. – 2) Abrathen, Thuc. 3, 45; Ggstz [[προτροπή]] Arist. rhet. 1, 3; Plat. Theag. 128 d, u. öfter bei Rednern. – 3) das Ausweichen, die Scheu, Thuc. 3, 82.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0332.png Seite 332]] ἡ, 1) die Abwendung, Aesch. Pers. 213; καὶ ἀπαλλαγαί Plat. Prot. 354 b; καὶ κλοπαί Legg. VIII, 845 d; ἀποτροπῆς [[ἕνεκα]] κολάζειν, zum abschreckenden Beispiel, Prot. 324 b; Heilmittel, νόσου Philo. – 2) Abrathen, Thuc. 3, 45; Ggstz [[προτροπή]] Arist. rhet. 1, 3; Plat. Theag. 128 d, u. öfter bei Rednern. – 3) das Ausweichen, die Scheu, Thuc. 3, 82.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de détourner, d'écarter (un malheur, un danger, <i>etc.</i>) ; <i>en gén.</i> action d'écarter, d'empêcher, de prévenir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποτρέπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτροπή''': ἡ, τὸ ἀποτρέπειν, ἡ ἀπομάκρυνσις, [[ἀπόκρουσις]], [[ἀποσόβησις]], κακῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 217. ἄλλοσ᾿ ἀποτροπὰ κακῶν γένοιτο, ὅ ἐ. [[ἄλλοσε]] ἀποτρέποιτο κακὰ Εὐρ. Ἑλ. 360· λυπῶν ἀπαλλαγάς τε καὶ ἀποτροπὰς Πλάτ. Πρωτ. 354Β· τεράτων ἀπ., τὸ Λατ. procuratio, Πλουτ. Φάβ. 18. 2) τὸ τρέπειν πρὸς [[ἄλλην]] διεύθυνσιν τὴν ῥοὴν τοῦ ὕδατος, Πλάτ. Νόμ. 845D. 3) [[τρόπος]] πρὸς ἀποτροπήν, πρὸς παρακώλυσιν, Θουκ. 3. 45· ἀποτροπῆς [[ἕνεκα]] κολάζειν Πλάτ. Πρωτ. 324Β, πρβλ. Πολ. 382C. 4) μετάπεισις, Πλάτ. Θεαγ. 128D· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προτροπὴ Ἀριστ. Ρητ. 1. 3, 3. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τινος ἔργου, [[ἐγκατάλειψις]] [[αὐτοῦ]], Θουκ. 3. 82.
|lstext='''ἀποτροπή''': ἡ, τὸ ἀποτρέπειν, ἡ ἀπομάκρυνσις, [[ἀπόκρουσις]], [[ἀποσόβησις]], κακῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 217. ἄλλοσ᾿ ἀποτροπὰ κακῶν γένοιτο, ὅ ἐ. [[ἄλλοσε]] ἀποτρέποιτο κακὰ Εὐρ. Ἑλ. 360· λυπῶν ἀπαλλαγάς τε καὶ ἀποτροπὰς Πλάτ. Πρωτ. 354Β· τεράτων ἀπ., τὸ Λατ. procuratio, Πλουτ. Φάβ. 18. 2) τὸ τρέπειν πρὸς [[ἄλλην]] διεύθυνσιν τὴν ῥοὴν τοῦ ὕδατος, Πλάτ. Νόμ. 845D. 3) [[τρόπος]] πρὸς ἀποτροπήν, πρὸς παρακώλυσιν, Θουκ. 3. 45· ἀποτροπῆς [[ἕνεκα]] κολάζειν Πλάτ. Πρωτ. 324Β, πρβλ. Πολ. 382C. 4) μετάπεισις, Πλάτ. Θεαγ. 128D· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προτροπὴ Ἀριστ. Ρητ. 1. 3, 3. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τινος ἔργου, [[ἐγκατάλειψις]] [[αὐτοῦ]], Θουκ. 3. 82.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de détourner, d'écarter (un malheur, un danger, <i>etc.</i>) ; <i>en gén.</i> action d'écarter, d'empêcher, de prévenir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποτρέπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml