Anonymous

ἀποβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0297.png Seite 297]] (s. [[βάλλω]]), 1) ab-, wegwerfen, Hom. im adj. verb. [[ἀπόβλητος]] (s. d. W.) u. in tmesi, öfters, z. B. Iliad. 2, 183 ἀπὸ δὲ χλαῖναν [[βάλε]]; Od. 4, 359 [[ὅθεν]] τ' ἀπὸ νῆας ἐίσας ἐς πόντον βάλλουσιν, von wo sie mit den Schiffen abfahren; 19, 63 πῦρ δ' ἀπὸ λαμπτήρων [[χαμάδις]] βάλον; ὅπλα Plat. Conv. 179 a; Lys. 10, 1 u. öfter; bes. verächtlich wegwerfen, verschmähen, H. h. Merc. 388; Plut. de Εἰ ap. D. 3; τὸν ἀνθοῦντα ἐν ὥρᾳ Plat. Rep. V, 475 a; aber τὸν νομοθέτην ἐς τοὺς [[πόῤῥω]], an sie verweisen, Legg. I, 630 d; τὸν [[πρόσθεν]] λόγον, aufgeben, Lys. 222 b; dah. οὐκ εἰκῆ τὸν [[σῖτον]] ἀπέβαλλον, verschleudern, ἀλλ' [[ὅπου]] ἂν άκούσωσι τιμᾶσθαι Xen. Oec. 20, 28. – 2) am häufigsten: verlieren, τυραννίδα, στρατόν, Her. 1, 60. 8, 65 u. öfter; πᾶσαν τὴν οὐσίαν Plat. Crit. 44 e, u. sonst von verschiedenen Arten des Verlustes, Ggstz [[σώζω]]; – 'κέρατα, vom Hirsch, Arist. H. A. 9, 5. Auch med., Is. 2, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0297.png Seite 297]] (s. [[βάλλω]]), 1) ab-, wegwerfen, Hom. im adj. verb. [[ἀπόβλητος]] (s. d. W.) u. in tmesi, öfters, z. B. Iliad. 2, 183 ἀπὸ δὲ χλαῖναν [[βάλε]]; Od. 4, 359 [[ὅθεν]] τ' ἀπὸ νῆας ἐίσας ἐς πόντον βάλλουσιν, von wo sie mit den Schiffen abfahren; 19, 63 πῦρ δ' ἀπὸ λαμπτήρων [[χαμάδις]] βάλον; ὅπλα Plat. Conv. 179 a; Lys. 10, 1 u. öfter; bes. verächtlich wegwerfen, verschmähen, H. h. Merc. 388; Plut. de Εἰ ap. D. 3; τὸν ἀνθοῦντα ἐν ὥρᾳ Plat. Rep. V, 475 a; aber τὸν νομοθέτην ἐς τοὺς [[πόῤῥω]], an sie verweisen, Legg. I, 630 d; τὸν [[πρόσθεν]] λόγον, aufgeben, Lys. 222 b; dah. οὐκ εἰκῆ τὸν [[σῖτον]] ἀπέβαλλον, verschleudern, ἀλλ' [[ὅπου]] ἂν άκούσωσι τιμᾶσθαι Xen. Oec. 20, 28. – 2) am häufigsten: verlieren, τυραννίδα, στρατόν, Her. 1, 60. 8, 65 u. öfter; πᾶσαν τὴν οὐσίαν Plat. Crit. 44 e, u. sonst von verschiedenen Arten des Verlustes, Ggstz [[σώζω]]; – 'κέρατα, vom Hirsch, Arist. H. A. 9, 5. Auch med., Is. 2, 8.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποβαλῶ, <i>ao.2</i> ἀπέβαλον, <i>pf.</i> ἀποβέβληκα;<br /><b>1</b> jeter au loin, rejeter;<br /><b>2</b> perdre : τὰ πατρῷα HDT son patrimoine ; ὀλίγους τινάς THC un petit nombre d'hommes;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποβάλλομαι (<i>f.</i> ἀποβαλοῦμαι, <i>ao.2</i> ἀπεβαλόμην) rejeter loin de soi, repousser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[βάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποβάλλω''': μέλλ. –βαλῶ, [[ῥίπτω]] ἀπ’ [[ἐπάνω]] μου, ἀπὸ δὲ χλαῖναν [[βάλε]] (ἐν τμήσει) Ἰλ. Β. 183, πρβλ. Φ. 51· μετὰ γεν., [[ἀπορρίπτω]] τι, ἀπὸ φροντίδος [[ἄχθος]]… βαλεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 165· ἀπ. ὀμμάτων [[ὕπνον]] Εὐρ. Βάκχ. 692: -Μέσ., [[ἀπορρίπτω]] ἐπάνωθέν μου, ἀποσείομαι, δύναμιν βασιλέως Ἀνδοκ. 27. 12. 2) [[ῥίπτω]], ἀφίνω, [[καταλείπω]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 388, Ἡρόδ. 3. 40, κτλ.· ἀπ. τὴν ἀσπίδα Ἀριστοφ. Σφ. 23, κτλ.. Ἀνδοκ. 10. 22, Λυγ. 117, 5, κτλ.· ἥτις ἄνδρα τὸν [[πάρος]] ἀποβαλοῦσ’ ἄλλον φιλεῖ Εὐρ. Τρῳ. 663· πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 151C, κτλ.· ἀπ. τὰ κέρατα, τὰς ὁπλάς, κτλ., [[ῥίπτω]], [[ἀλλάσσω]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 37., 8. 23, κ. ἀλλ.: -Μεσ., Πλάτ. Νόμ. 802Β· [[ἁπλῶς]] μὲν γὰρ οὐδεὶς ἀποβάλλεται [[ἑκών]], οὐδεὶς ἀπορρίπτει [[ἁπλῶς]] εἰς τὴν θάλασσαν ἐμπορεύματα ἐκ τοῦ πλοίου (ἐπὶ τρίκυμίας), Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 5· ἀπ. τὸν φιλέοντα Θεόκρ. 11. 19: - Παθ., ἀποβληθεὶς τῆς τυραννίδος Πλούτ. Δίωνος καὶ Βρούτου Σύγκρ. 3, πρβλ. [[ἀπόβλητος]]: - πωλῶ σχεδὸν [[χάρισμα]], πωλῶ [[λίαν]] εὐθηνά, Ξεν. Οἰκ. 20. 28. 3) χάνω, Λατ. jacturam facere rei, τὴν τυραννίδα Ἡρόδ. 1. 60· τὰ πατρῷα, τὸν στρατόν, τήν κεφαλήν ὁ αὐτ. 3. 53., 8. 65, κ. ἀλλ.· βιοτὰν Σοφ. Ἀποσπ. 520· τὴν οὐσίαν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 84, Πλάτ., κτλ.· τὰ [[ὄντα]] Ἀντιφῶν 115. 25, κτλ.· ἀντίθ. τῷ κτᾶσθαι, Ἰσοκρ. 128Α, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 24· ἀπ. δόξαν, τέχνην ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 3. 3, 15: - Μεταφυσ. 8. 3, 3, κ. ἀλλ.· ἀπ. τι ὑπό τινος Ξεν. Συμπ. 4. 32· [[οὕτως]], ἐπὶ προσώπων, ἀπ, πολλοὺς τῶν στρατιωτῶν Θουκ. 4. 7· τὸν εὐεργέταν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 878. 4) [[ῥίπτω]] [[ὀπίσω]], [[ἐκβάλλω]], [[ἀποδιώκω]], Πλάτ. Νόμ. 630D, [[ἐκτίθημι]], [[ἀποτίθημι]], ἐκθέτω, ἐπὶ βρέφους, αἰ ἀποβάλοι [[παιδίον]] Νομοθ. Γόρτυν. Κρήτης [V] IV9.
|lstext='''ἀποβάλλω''': μέλλ. –βαλῶ, [[ῥίπτω]] ἀπ’ [[ἐπάνω]] μου, ἀπὸ δὲ χλαῖναν [[βάλε]] (ἐν τμήσει) Ἰλ. Β. 183, πρβλ. Φ. 51· μετὰ γεν., [[ἀπορρίπτω]] τι, ἀπὸ φροντίδος [[ἄχθος]]… βαλεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 165· ἀπ. ὀμμάτων [[ὕπνον]] Εὐρ. Βάκχ. 692: -Μέσ., [[ἀπορρίπτω]] ἐπάνωθέν μου, ἀποσείομαι, δύναμιν βασιλέως Ἀνδοκ. 27. 12. 2) [[ῥίπτω]], ἀφίνω, [[καταλείπω]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 388, Ἡρόδ. 3. 40, κτλ.· ἀπ. τὴν ἀσπίδα Ἀριστοφ. Σφ. 23, κτλ.. Ἀνδοκ. 10. 22, Λυγ. 117, 5, κτλ.· ἥτις ἄνδρα τὸν [[πάρος]] ἀποβαλοῦσ’ ἄλλον φιλεῖ Εὐρ. Τρῳ. 663· πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 151C, κτλ.· ἀπ. τὰ κέρατα, τὰς ὁπλάς, κτλ., [[ῥίπτω]], [[ἀλλάσσω]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 37., 8. 23, κ. ἀλλ.: -Μεσ., Πλάτ. Νόμ. 802Β· [[ἁπλῶς]] μὲν γὰρ οὐδεὶς ἀποβάλλεται [[ἑκών]], οὐδεὶς ἀπορρίπτει [[ἁπλῶς]] εἰς τὴν θάλασσαν ἐμπορεύματα ἐκ τοῦ πλοίου (ἐπὶ τρίκυμίας), Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 5· ἀπ. τὸν φιλέοντα Θεόκρ. 11. 19: - Παθ., ἀποβληθεὶς τῆς τυραννίδος Πλούτ. Δίωνος καὶ Βρούτου Σύγκρ. 3, πρβλ. [[ἀπόβλητος]]: - πωλῶ σχεδὸν [[χάρισμα]], πωλῶ [[λίαν]] εὐθηνά, Ξεν. Οἰκ. 20. 28. 3) χάνω, Λατ. jacturam facere rei, τὴν τυραννίδα Ἡρόδ. 1. 60· τὰ πατρῷα, τὸν στρατόν, τήν κεφαλήν ὁ αὐτ. 3. 53., 8. 65, κ. ἀλλ.· βιοτὰν Σοφ. Ἀποσπ. 520· τὴν οὐσίαν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 84, Πλάτ., κτλ.· τὰ [[ὄντα]] Ἀντιφῶν 115. 25, κτλ.· ἀντίθ. τῷ κτᾶσθαι, Ἰσοκρ. 128Α, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 24· ἀπ. δόξαν, τέχνην ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 3. 3, 15: - Μεταφυσ. 8. 3, 3, κ. ἀλλ.· ἀπ. τι ὑπό τινος Ξεν. Συμπ. 4. 32· [[οὕτως]], ἐπὶ προσώπων, ἀπ, πολλοὺς τῶν στρατιωτῶν Θουκ. 4. 7· τὸν εὐεργέταν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 878. 4) [[ῥίπτω]] [[ὀπίσω]], [[ἐκβάλλω]], [[ἀποδιώκω]], Πλάτ. Νόμ. 630D, [[ἐκτίθημι]], [[ἀποτίθημι]], ἐκθέτω, ἐπὶ βρέφους, αἰ ἀποβάλοι [[παιδίον]] Νομοθ. Γόρτυν. Κρήτης [V] IV9.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποβαλῶ, <i>ao.2</i> ἀπέβαλον, <i>pf.</i> ἀποβέβληκα;<br /><b>1</b> jeter au loin, rejeter;<br /><b>2</b> perdre : τὰ πατρῷα HDT son patrimoine ; ὀλίγους τινάς THC un petit nombre d'hommes;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποβάλλομαι (<i>f.</i> ἀποβαλοῦμαι, <i>ao.2</i> ἀπεβαλόμην) rejeter loin de soi, repousser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[βάλλω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR