Anonymous

ἀρτηριακός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0361.png Seite 361]] zur Luftröhre, zu den Adern gehörig, Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0361.png Seite 361]] zur Luftröhre, zu den Adern gehörig, Medic.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />artériel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρτηρία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρτηριακός''': -ή, -όν, ὁ τῆς ἀρτηρίας, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τραχεῖαν ἢ τοὺς βρόγχους, Γαλην. 13. 1· ἀρτ. [[πάθος]], τὰ ἀρτ., τὰ νοσήματα τῶν εἰρημένων ὀργάνων, Παῦλ. Αἰγ. 3. 28· ἡ ἀρτηριακή, [[φάρμακον]] πρὸς ἴασιν τῶν ἀρτηριακῶν νοσημάτων, Ἀέτ. σ. 165B, κἑξ.· ἡ ἀρτ. [[κοιλία]] τῆς καρδίας Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Πλουτ. 2. 899A.
|lstext='''ἀρτηριακός''': -ή, -όν, ὁ τῆς ἀρτηρίας, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τραχεῖαν ἢ τοὺς βρόγχους, Γαλην. 13. 1· ἀρτ. [[πάθος]], τὰ ἀρτ., τὰ νοσήματα τῶν εἰρημένων ὀργάνων, Παῦλ. Αἰγ. 3. 28· ἡ ἀρτηριακή, [[φάρμακον]] πρὸς ἴασιν τῶν ἀρτηριακῶν νοσημάτων, Ἀέτ. σ. 165B, κἑξ.· ἡ ἀρτ. [[κοιλία]] τῆς καρδίας Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Πλουτ. 2. 899A.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />artériel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρτηρία]].
}}
}}
{{grml
{{grml