Anonymous

ἀρτηριακός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />artériel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρτηρία]].
|btext=ή, όν :<br />artériel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρτηρία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρτηριᾰκός:''' [[кровеносный]] ([[κοιλία]] τῆς καρδίας Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[αρτηριακός]], -ή, -όν) [[αρτηρία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρτηρίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] ο [[οποίος]] ανήκει ή αναφέρεται στην [[τραχεία]] και στους βρόγχους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αρτηριακή</i><br />φάρμακα για τη [[θεραπεία]] αρτηριακών ανωμαλιών.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[αρτηριακός]], -ή, -όν) [[αρτηρία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρτηρίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] ο [[οποίος]] ανήκει ή αναφέρεται στην [[τραχεία]] και στους βρόγχους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αρτηριακή</i><br />φάρμακα για τη [[θεραπεία]] αρτηριακών ανωμαλιών.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρτηριᾰκός:''' [[кровеносный]] ([[κοιλία]] τῆς καρδίας Plut.).
}}
}}