Anonymous

ἀσθμαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0370.png Seite 370]] schwer athmen, keuchen, nach dem Laufen; röcheln, von Sterbenden; Iliad. 5, 585. 10, 376. 496. 13, 399. 16, 826. 21, 182; Pind. N. 3, 46; Aesch. Eum. 621; Sp.; τί, nach etwas schnauben, Hel. 4, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0370.png Seite 370]] schwer athmen, keuchen, nach dem Laufen; röcheln, von Sterbenden; Iliad. 5, 585. 10, 376. 496. 13, 399. 16, 826. 21, 182; Pind. N. 3, 46; Aesch. Eum. 621; Sp.; τί, nach etwas schnauben, Hel. 4, 3.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> respirer péniblement;<br /><b>2</b> râler.<br />'''Étymologie:''' [[ἆσθμα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσθμαίνω''': πνευστιῶ, «κοντανασαίνω», «λαχανιάζω», [[ἀναπνέω]] μετὰ κόπου, τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ. ἐνεστῶτος, τῷ δ’ ἀσθμαίνοντε κιχήτην, πνευστιῶντες, «λαχανιασμένοι», Ἰλ. Κ. 376· ἐπὶ ἐκπνέοντος ἀνθρώπου, ὁ μετ’ ἀγωνίας ἀναπνέων, ὅ γ’ ἀσθμαίνων… ἔκπεσε δίφρου Ε. 585, πρβλ. Κ. 496, Πινδ. Ν. 3. 84· οὐδὲν ἀσθμαίνων, [[ἄνευ]] προσπαθείας τινός, ἀκόπως, πρβλ. [[κατασθμαίνω]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 651· γ΄ ἑνικ. ἀσθμαίνει Ἱππ. 489. 31· ἀσθμαίνουσι Ἀριστ. Πρβλ. 11. 60· παρατ. ἤσθμαινον Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 5. 4: ― [[περιμένω]] τι ἀσθμαίνων, [[περιμένω]] τι ἀνυπομόνως, καὶ τὴν πανοπλίαν ἐνδὺς ἐφειστήκει τῇ βαλβῖδι τὸν δρόμον ἀσθμαίνων Ἡλιόδ. 4. 3· ― ἀλλὰ μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., ἀσθμ. πυρὸς δριμεῖαν ὁμοκλὴν Ὀππ. Ἁλ. 4. 14. ― Σπάν. παρ’ Ἀττ.
|lstext='''ἀσθμαίνω''': πνευστιῶ, «κοντανασαίνω», «λαχανιάζω», [[ἀναπνέω]] μετὰ κόπου, τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ. ἐνεστῶτος, τῷ δ’ ἀσθμαίνοντε κιχήτην, πνευστιῶντες, «λαχανιασμένοι», Ἰλ. Κ. 376· ἐπὶ ἐκπνέοντος ἀνθρώπου, ὁ μετ’ ἀγωνίας ἀναπνέων, ὅ γ’ ἀσθμαίνων… ἔκπεσε δίφρου Ε. 585, πρβλ. Κ. 496, Πινδ. Ν. 3. 84· οὐδὲν ἀσθμαίνων, [[ἄνευ]] προσπαθείας τινός, ἀκόπως, πρβλ. [[κατασθμαίνω]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 651· γ΄ ἑνικ. ἀσθμαίνει Ἱππ. 489. 31· ἀσθμαίνουσι Ἀριστ. Πρβλ. 11. 60· παρατ. ἤσθμαινον Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 5. 4: ― [[περιμένω]] τι ἀσθμαίνων, [[περιμένω]] τι ἀνυπομόνως, καὶ τὴν πανοπλίαν ἐνδὺς ἐφειστήκει τῇ βαλβῖδι τὸν δρόμον ἀσθμαίνων Ἡλιόδ. 4. 3· ― ἀλλὰ μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., ἀσθμ. πυρὸς δριμεῖαν ὁμοκλὴν Ὀππ. Ἁλ. 4. 14. ― Σπάν. παρ’ Ἀττ.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> respirer péniblement;<br /><b>2</b> râler.<br />'''Étymologie:''' [[ἆσθμα]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth