Anonymous

ἀρωγός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0368.png Seite 368]] όν, beistehend, schützend, hülfreich, τινί, z. B. [[θάλος]] ἀρ. δόμοις Pind. Ol. 2, 49; βέλεα ἀρ. Soph O. R. 206; neutr., Aesch. Prom. 999; Eum. 464; Soph. El. 454; [[γένος]] ναΐας τέχνας ἀρ., behülflich bei, Ai. 850; die Flasche heißt δίψας [[ἀρωγός]] Antiphan. Poll. 10, 73. Häufiger subst., Helfer, Beistand; so immer Hom., Iliad. 4, 235. 8, 205. 18, 502. 21, 371. 428 Od. 18, 232. Seltener in Prosa, ταῖς θριξίν Plat. Prot. 534 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0368.png Seite 368]] όν, beistehend, schützend, hülfreich, τινί, z. B. [[θάλος]] ἀρ. δόμοις Pind. Ol. 2, 49; βέλεα ἀρ. Soph O. R. 206; neutr., Aesch. Prom. 999; Eum. 464; Soph. El. 454; [[γένος]] ναΐας τέχνας ἀρ., behülflich bei, Ai. 850; die Flasche heißt δίψας [[ἀρωγός]] Antiphan. Poll. 10, 73. Häufiger subst., Helfer, Beistand; so immer Hom., Iliad. 4, 235. 8, 205. 18, 502. 21, 371. 428 Od. 18, 232. Seltener in Prosa, ταῖς θριξίν Plat. Prot. 534 b.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui vient en aide : τινι à qqn ; ὁ [[ἀρωγός]] auxiliaire, défenseur (dans un combat devant un tribunal) ; <i>en gén.</i> secourable : τινος ESCHL, [[πρός]] [[τι]] THC, [[ἐπί]] τινι IL contre qqn <i>ou</i> qch;<br /><b>2</b> vengeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρήγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρωγός''': -όν, ([[ἀρήγω]]) ὁ βοηθῶν, ἐπικουρῶν, ὁ [[εὐνοϊκός]], [[ὑπηρετικός]], χρήσιμός, τινι Πινδ. Ο. 2. 81, Αἰσχύλ. Εὐμ. 289· ἀπολ., ὁ αὐτ. Πρ. 997, Σοφ. Ο. Τ. 206: ― σπάν. παρὰ πεζοῖς, [[ὠφέλιμος]], ἰατρικῶς, Ἱππ. Π. Ἀέρ. 288· [[ἔλαιον]]... ταῖς θριξὶν ἀρ. Πλάτ. Πρωτ. 334Β. 2) μετὰ γεν. [[ὠφέλιμος]], [[χρήσιμος]] [[πρός]] τι, [[βοηθητικός]], ἀρωγὰ τῆς δίκης ὁρκώματα Αἰσχύλ. Εὐμ. 486· γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας, ὠφέλιμον, χρήσιμον εἰς θαλασσινὰ ἔργα, Σοφ. Αἴ. 357· [[ὡσαύτως]], δίψους ἀρωγὸν Ἀντιφάν. ἐν «Μελεάγρῳ» 1· [[ὤμοι]] ἀρωγόν, ὦ τρίτου ποδὸς μοῖραν λελογχὸς [[βάκτρον]] Λουκ. Τραγωδοποδ. 54: ― οὕτω καί, οὐ γὰρ ἐπὶ ψευδέσσι πατὴρ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἔσσετ’ [[ἀρωγός]], «οὐ γὰρ ἐπιβοηθήσει ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] τοῖς ψεύσταις» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 235· [[πρός]] τι Θουκ. 7. 62· καὶ μετὰ δοτ. ἐχίεσσιν ἀρ. Νικ. Θ. 636. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., καὶ [[οὕτως]] ἀείποτε παρ’ Ὁμήρῳ, σημαίνει, βοηθόν, ἐπίκουρον, ἰδίως ἐν μάχῃ· [[ἐπίσης]], συνήγορον, ὑπερασπιστὴν ἐνώπιον δικαστηρίου, λαοὶ δ’ ἀμφοτέροισιν ἐπήπυον, ἀμφὶς ἀρωγοὶ Ἰλ. Σ. 502.
|lstext='''ἀρωγός''': -όν, ([[ἀρήγω]]) ὁ βοηθῶν, ἐπικουρῶν, ὁ [[εὐνοϊκός]], [[ὑπηρετικός]], χρήσιμός, τινι Πινδ. Ο. 2. 81, Αἰσχύλ. Εὐμ. 289· ἀπολ., ὁ αὐτ. Πρ. 997, Σοφ. Ο. Τ. 206: ― σπάν. παρὰ πεζοῖς, [[ὠφέλιμος]], ἰατρικῶς, Ἱππ. Π. Ἀέρ. 288· [[ἔλαιον]]... ταῖς θριξὶν ἀρ. Πλάτ. Πρωτ. 334Β. 2) μετὰ γεν. [[ὠφέλιμος]], [[χρήσιμος]] [[πρός]] τι, [[βοηθητικός]], ἀρωγὰ τῆς δίκης ὁρκώματα Αἰσχύλ. Εὐμ. 486· γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας, ὠφέλιμον, χρήσιμον εἰς θαλασσινὰ ἔργα, Σοφ. Αἴ. 357· [[ὡσαύτως]], δίψους ἀρωγὸν Ἀντιφάν. ἐν «Μελεάγρῳ» 1· [[ὤμοι]] ἀρωγόν, ὦ τρίτου ποδὸς μοῖραν λελογχὸς [[βάκτρον]] Λουκ. Τραγωδοποδ. 54: ― οὕτω καί, οὐ γὰρ ἐπὶ ψευδέσσι πατὴρ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἔσσετ’ [[ἀρωγός]], «οὐ γὰρ ἐπιβοηθήσει ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] τοῖς ψεύσταις» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 235· [[πρός]] τι Θουκ. 7. 62· καὶ μετὰ δοτ. ἐχίεσσιν ἀρ. Νικ. Θ. 636. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., καὶ [[οὕτως]] ἀείποτε παρ’ Ὁμήρῳ, σημαίνει, βοηθόν, ἐπίκουρον, ἰδίως ἐν μάχῃ· [[ἐπίσης]], συνήγορον, ὑπερασπιστὴν ἐνώπιον δικαστηρίου, λαοὶ δ’ ἀμφοτέροισιν ἐπήπυον, ἀμφὶς ἀρωγοὶ Ἰλ. Σ. 502.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui vient en aide : τινι à qqn ; ὁ [[ἀρωγός]] auxiliaire, défenseur (dans un combat devant un tribunal) ; <i>en gén.</i> secourable : τινος ESCHL, [[πρός]] [[τι]] THC, [[ἐπί]] τινι IL contre qqn <i>ou</i> qch;<br /><b>2</b> vengeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρήγω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth