Anonymous

ἀτάσθαλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0384.png Seite 384]] (ἄτη), aus Unbesonnenheit od. Übermuth frevelhaft, ausgelassen, wild, [[ἀνήρ]] Od. 8, 166; [[ὕβρις]] 16, 86; [[μένος]] Il. 13, 634; ἀτάσθαλα μηχανάασθαι Od. 16, 93; sp. D., wie Theocr. 22, 131; Opp. Hal. 3, 491. Selten in Prosa, Her. 3, 49. 9, 116; Arr. An. 6, 27, 9. 7, 1, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0384.png Seite 384]] (ἄτη), aus Unbesonnenheit od. Übermuth frevelhaft, ausgelassen, wild, [[ἀνήρ]] Od. 8, 166; [[ὕβρις]] 16, 86; [[μένος]] Il. 13, 634; ἀτάσθαλα μηχανάασθαι Od. 16, 93; sp. D., wie Theocr. 22, 131; Opp. Hal. 3, 491. Selten in Prosa, Her. 3, 49. 9, 116; Arr. An. 6, 27, 9. 7, 1, 9.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />follement orgueilleux, présomptueux jusqu’à la démence, arrogant.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτη]] et pê *σθάλ-ος = <i>lat.</i> stol-idus, stul-tus.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτάσθᾰλος''': [ᾰτ], ον: κακός, [[μοχθηρός]], [[αὐθάδης]], [[ὑβριστής]], [[ἀνόσιος]], [[ἄφρων]], [[ἀκόλαστος]], [[θρασύς]], «ἄτσαλος», ἀνέρα τοῦτον ἀτάσθαλον ὀβριμοεργὸν Ἰλ. Χ. 418· ἀτασθάλῳ ἀνδρὶ ἔοικας Ὀδ. Θ. 166, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ἡροδ., ἄνδρα ἀνόσιόν τε καὶ ἀτάσθαλον 8. 109· ἀνὴρ δεινὸς καὶ [[ἀτάσθαλος]] 9. 116. 2) ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων ἢ λόγων, κλ.· Τρωσίν, τῶν [[μένος]] αἰὲν ἀτάσθαλον Ἰλ. Ν. 634· [[λίην]] γὰρ ἀτ. ὕβριν ἔχουσιν Ὀδ. ΙΙ. 86· οὕτω. λέγειν βάρβαρά τε καὶ ἀτάσθαλα Ἡρόδ. 7. 35· ἔρδειν πολλὰ καὶ ἀτάσθαλα ὁ αὐτ. 3. 80· [[πρῆγμα]] ἀτ. ποιήσαντες [[αὐτόθι]] 49. - Λέξις Ἐπ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., σπανιωτάτη παρ’ Ἀττ., Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 38· ἀλλ’ εὕρηται παρὰ μεταγ. πεζοῖς, Λουκ. Ἐπισκ. 3, Ἀρρ. Ἀν. 6. 27, 9, κτλ.· - ἐν τῷ Ἐτυμολ. Μ. 261. 56 [[ὡσαύτως]] ἀτασθάλεος, ον. (Πιθαν. συγγενὲς τῇ λέξει, ἄτη, ἂν καὶ ἐναντιοῦται εἰς τοῦτο τὸ ᾰ, ἴδε Γλάδστωνος Ὁμηρ. Μελέτ. 2. 430).
|lstext='''ἀτάσθᾰλος''': [ᾰτ], ον: κακός, [[μοχθηρός]], [[αὐθάδης]], [[ὑβριστής]], [[ἀνόσιος]], [[ἄφρων]], [[ἀκόλαστος]], [[θρασύς]], «ἄτσαλος», ἀνέρα τοῦτον ἀτάσθαλον ὀβριμοεργὸν Ἰλ. Χ. 418· ἀτασθάλῳ ἀνδρὶ ἔοικας Ὀδ. Θ. 166, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ἡροδ., ἄνδρα ἀνόσιόν τε καὶ ἀτάσθαλον 8. 109· ἀνὴρ δεινὸς καὶ [[ἀτάσθαλος]] 9. 116. 2) ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων ἢ λόγων, κλ.· Τρωσίν, τῶν [[μένος]] αἰὲν ἀτάσθαλον Ἰλ. Ν. 634· [[λίην]] γὰρ ἀτ. ὕβριν ἔχουσιν Ὀδ. ΙΙ. 86· οὕτω. λέγειν βάρβαρά τε καὶ ἀτάσθαλα Ἡρόδ. 7. 35· ἔρδειν πολλὰ καὶ ἀτάσθαλα ὁ αὐτ. 3. 80· [[πρῆγμα]] ἀτ. ποιήσαντες [[αὐτόθι]] 49. - Λέξις Ἐπ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., σπανιωτάτη παρ’ Ἀττ., Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 38· ἀλλ’ εὕρηται παρὰ μεταγ. πεζοῖς, Λουκ. Ἐπισκ. 3, Ἀρρ. Ἀν. 6. 27, 9, κτλ.· - ἐν τῷ Ἐτυμολ. Μ. 261. 56 [[ὡσαύτως]] ἀτασθάλεος, ον. (Πιθαν. συγγενὲς τῇ λέξει, ἄτη, ἂν καὶ ἐναντιοῦται εἰς τοῦτο τὸ ᾰ, ἴδε Γλάδστωνος Ὁμηρ. Μελέτ. 2. 430).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />follement orgueilleux, présomptueux jusqu’à la démence, arrogant.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτη]] et pê *σθάλ-ος = <i>lat.</i> stol-idus, stul-tus.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth