3,253,652
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0408.png Seite 408]] nicht schonen, nicht sparen, τινός, z. B. ψυχῆς Soph. El. 968; βίου Thuc. 2, 43; σφῶν αὐτῶν 2, 51, wie Plut. Poplic. 9; σώματων Lys. 2, 25; τῶν ἀλλοτρίων, fremdes Gut verschwenden; absolut Eur. I. T. 1354; ohne Rücksicht, ἀφειδήσαντες ἕλεσθε τὸν [[ἄριστον]] Ap. Rh. 1, 338; θαλάσσης, nicht achten, Mus. 302; vernachlässigen, πόνου Soph. Ant. 410, sich der Arbeit entziehen; vgl. βασιλῆος Ap. Rh. 2, 98. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0408.png Seite 408]] nicht schonen, nicht sparen, τινός, z. B. ψυχῆς Soph. El. 968; βίου Thuc. 2, 43; σφῶν αὐτῶν 2, 51, wie Plut. Poplic. 9; σώματων Lys. 2, 25; τῶν ἀλλοτρίων, fremdes Gut verschwenden; absolut Eur. I. T. 1354; ohne Rücksicht, ἀφειδήσαντες ἕλεσθε τὸν [[ἄριστον]] Ap. Rh. 1, 338; θαλάσσης, nicht achten, Mus. 302; vernachlässigen, πόνου Soph. Ant. 410, sich der Arbeit entziehen; vgl. βασιλῆος Ap. Rh. 2, 98. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀφειδήσω, <i>ao.</i> ἠφείδησα, <i>pf.</i> ἠφείδηκα;<br /><b>1</b> ne pas épargner, ne pas ménager (sa vie, sa peine, <i>etc.</i>), gén.;<br /><b>2</b> ne faire aucun cas de, négliger, se soustraire à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀφειδής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφειδέω''': μέλλ. -ήσω, εἶμαι [[ἀφειδής]], ἀψηφῶ, ψυχῆς Σοφ. Ἠλ. 980· τοῦ βίου Θουκ. 2. 43· [[ἑαυτοῦ]] [[αὐτόθι]] 51· τῶν σωμάτων Λυσ. 193. 5: ‒ ἀπολ., ἀφειδήσαντες [κινδύνου, πόνου, ἢ τῶν ὁμοίων], τολμήσαντες, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· γινόμενοι παράτολμοι, Εὐρ. Ι. Τ. 1354. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ἀντ. 414, εἴ τις τοῦδ’ ἀφειδήσοι πόνου, ὀλίγην δώσῃ προσοχὴν εἰς τὸν κόπον, δηλ. ἀμελήσῃ [[αὐτοῦ]], ἀποφύγῃ τὸν κόπον, [[ὥστε]] τὸ ἀφειδεῖν καταντᾷ νὰ σημαίνῃ [[περίπου]] τὸ αὐτὸ καὶ τὸ φείδεσθαι, ἴδε Ἕρμαννον ἐν τόπῳ, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 98, 869· ὁ Δινδ. παρεδέχθη ἤδη τὴν εἰκασίαν τοῦ Bonitz: ἀκηδήσοι. | |lstext='''ἀφειδέω''': μέλλ. -ήσω, εἶμαι [[ἀφειδής]], ἀψηφῶ, ψυχῆς Σοφ. Ἠλ. 980· τοῦ βίου Θουκ. 2. 43· [[ἑαυτοῦ]] [[αὐτόθι]] 51· τῶν σωμάτων Λυσ. 193. 5: ‒ ἀπολ., ἀφειδήσαντες [κινδύνου, πόνου, ἢ τῶν ὁμοίων], τολμήσαντες, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· γινόμενοι παράτολμοι, Εὐρ. Ι. Τ. 1354. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ἀντ. 414, εἴ τις τοῦδ’ ἀφειδήσοι πόνου, ὀλίγην δώσῃ προσοχὴν εἰς τὸν κόπον, δηλ. ἀμελήσῃ [[αὐτοῦ]], ἀποφύγῃ τὸν κόπον, [[ὥστε]] τὸ ἀφειδεῖν καταντᾷ νὰ σημαίνῃ [[περίπου]] τὸ αὐτὸ καὶ τὸ φείδεσθαι, ἴδε Ἕρμαννον ἐν τόπῳ, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 98, 869· ὁ Δινδ. παρεδέχθη ἤδη τὴν εἰκασίαν τοῦ Bonitz: ἀκηδήσοι. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |