ἀφειδέω
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
English (LSJ)
A to be unsparing, lavish of, ψυχῆς S.El.980; τοῦ βίου Th. 2.43; σφῶν αὐτῶν ib.51; τῶν σωμάτων Lys.2.25: abs., ἀφειδήσαντες [πόνου, or the like ] ungrudgingly, Hp.Art.37; recklessly, E.IT 1354.
II take no care for, neglect, εἴ τις τοῦδ' ἀφειδήσοι πόνου S.Ant. 414 (s.v.l.); reck not of, μαινομένης θαλάσσης Musae.303; βασιλῆος, ἀέθλων, τοκήων A.R.2.98 (ἀκήδησαν Choerob.), 869, 3.630; Ἀφροδίτης Nonn. D. 8.217: also in Prose, Str.1.2.6.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἀφιδ- Hsch.
1 c. gen. no ahorrar, no escatimar, prodigar οὐκ ὀλίγων ἀφειδήσαντα χρημάτων OGI 640.12 (Palmira III d.C.), (χεῖρ) γλωχῖνος ἀφειδήσασα τριαίνης (mano) que prodiga la punta del tridente Nonn.D.2.411
•abs. no escatimar esfuerzo ἀφειδήσαντα χρὴ ἀναγαγεῖν ἐς τὴν ἀρχαίην φύσιν hay que volverla (la nariz) a su primitiva hechura sin escatimar esfuerzos Hp.Art.37, cf. E.IT 1354
•ser generoso τὸν ἄριστον ἀφειδήσαντες ἕλεσθε ὄρχαμον ἡμείων con ánimo generoso elegid al mejor para jefe nuestro A.R.1.338.
2 c. gen. no reparar en esp. de la vida o la propia pers. ψυχῆς ἀφειδήσαντε sin reparar (en exponer) su propia vida S.El.980, τοῦ βίου Th.2.43, σφῶν Th.2.51, cf. Plu.2.96d, αὐτοῦ Hld.7.7.1, σωμάτων Lys.2.25, cf. Plu.2.135e, Luc.Anach.24
•no reparar, descuidar εἴ τις τοῦδ' ἀφειδήσοι πόνου si alguno descuidara este trabajo S.Ant.414, ἀέθλων A.R.2.869, κυδοιμοῦ Nonn.D.22.68, θαλάσσης Musae.303, cf. Hsch.
•de pers. y dioses no reparar en, no hacer caso de βασιλῆος A.R.2.98, cf. 3.630, ἡμῶν Str.1.2.6, Ἀφροδίτης Nonn.D.8.217, cf. 33.157, ἀπειλῆς Nonn.D.44.27
•c. inf. τίνα δεῖ προσαγορεύειν τὸν πᾶν τὸ ἀνθρώπειον πάθος ἀφειδοῦντα τοῖς θεοῖς προστρῖψαι; ¿qué hay que llamar al que no repara en achacar a los dioses toda flaqueza humana? D.L.1.5.
German (Pape)
[Seite 408] nicht schonen, nicht sparen, τινός, z. B. ψυχῆς Soph. El. 968; βίου Thuc. 2, 43; σφῶν αὐτῶν 2, 51, wie Plut. Poplic. 9; σώματων Lys. 2, 25; τῶν ἀλλοτρίων, fremdes Gut verschwenden; absolut Eur. I. T. 1354; ohne Rücksicht, ἀφειδήσαντες ἕλεσθε τὸν ἄριστον Ap. Rh. 1, 338; θαλάσσης, nicht achten, Mus. 302; vernachlässigen, πόνου Soph. Ant. 410, sich der Arbeit entziehen; vgl. βασιλῆος Ap. Rh. 2, 98.
French (Bailly abrégé)
ἀφειδῶ :
f. ἀφειδήσω, ao. ἠφείδησα, pf. ἠφείδηκα;
1 ne pas épargner, ne pas ménager (sa vie, sa peine, etc.), gén.;
2 ne faire aucun cas de, négliger, se soustraire à, gén..
Étymologie: ἀφειδής.
Russian (Dvoretsky)
ἀφειδέω:
1 не щадить, не беречь, не жалеть, пренебрегать (ψυχῆς Soph.; βίου Thuc.; τῶν ἀλλοτρίων Eur.; τῶν σωμάτων Lys.; ἑαυτῶν Plut.);
2 избегать, уклоняться (τοῦδ᾽ πόνου Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφειδέω: μέλλ. -ήσω, εἶμαι ἀφειδής, ἀψηφῶ, ψυχῆς Σοφ. Ἠλ. 980· τοῦ βίου Θουκ. 2. 43· ἑαυτοῦ αὐτόθι 51· τῶν σωμάτων Λυσ. 193. 5: ‒ ἀπολ., ἀφειδήσαντες [κινδύνου, πόνου, ἢ τῶν ὁμοίων], τολμήσαντες, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· γινόμενοι παράτολμοι, Εὐρ. Ι. Τ. 1354. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ἀντ. 414, εἴ τις τοῦδ’ ἀφειδήσοι πόνου, ὀλίγην δώσῃ προσοχὴν εἰς τὸν κόπον, δηλ. ἀμελήσῃ αὐτοῦ, ἀποφύγῃ τὸν κόπον, ὥστε τὸ ἀφειδεῖν καταντᾷ νὰ σημαίνῃ περίπου τὸ αὐτὸ καὶ τὸ φείδεσθαι, ἴδε Ἕρμαννον ἐν τόπῳ, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 98, 869· ὁ Δινδ. παρεδέχθη ἤδη τὴν εἰκασίαν τοῦ Bonitz: ἀκηδήσοι.
Greek Monotonic
ἀφειδέω: μέλ. -ήσω,
1. είμαι γενναιόδωρος ή σπάταλος σε, ψυχῆς, σε Σοφ.· ἑαυτοῦ, σε Θουκ.· απόλ., ἀφειδήσας (ενν. ἐαυτοῦ), αψήφιστα, απερίσκεπτα, σε Ευρ.· αλλά
2. ἀφειδεῖν πόνου, δεν δίνω προσοχή σ' αυτόν, δηλ. είμαι αμελής, αποφεύγω τον κόπο, σε Σοφ.
Middle Liddell
[From ἀφειδής
1. to be unsparing or lavish of, ψυχῆς Soph.; ἑαυτοῦ Thuc.:—absol. ἀφειδήσας (sub. ἑαυτοῦ) recklessly, Eur.; but
2. ἀφειδεῖν πόνου to be careless of it, i. e. neglect, avoid, labour, Soph.
Lexicon Thucydideum
non parcere, to show no mercy, 2.43.5, 2.51.5.