Anonymous

ἀφορμή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0414.png Seite 414]] ἡ, der Ort, von dem man ausgeht, Ausgangspunkt, z. B. zu kriegerischen Unternehmungen, Thuc. 1, 90; Ursache, Veranlassung, Gelegenheit, ἀφορμὴν λαβόντες τὴν σωτηρίαν Isocr. 4, 61; τοῦ κακῶς φρονεῖν Dem. 1, 23; καὶ [[πρόφασις]] Pol. 2, 52, der das Wort sehr oft hat, z. B. ἀφορμὴν ἔχειν [[πρός]] τι, εἴς τι, 1, 88. 2, 7; ἀφορμὴν διδόναι τινὶ [[πρός]] τι 10, 33; [[λαβεῖν]] ἔκ τινος 3, 32; die Mittel zu einer Unternehmung, die in dem Terrain liegen, αἱ ἐκ τούτων τῶν τόπων Pol. 2, 17; die Geldmittel, δανείσασθαι ἐς ἔργων ἀφορμήν Xen. Mem. 2, 7, 11, Geld borgen, um eine Unternehmung zu beginnen; ἀφορμὴ εἰς ξένους τρισχιλίους, Mittel, um 8000 Söldner zu werben, Hell. 4, 8, 32; τοῖς παισὶν ἀφορμὰς εἰς τὸν βίον καταλείπουσι Mem. 3, 5, 11; ἀφορμαὶ παισίν, Auskommen für, Eur. Med. 342. So Dem. ἀφορμὴ [[αὐτοῦ]] ἀσθενεστέρα 14, 29; εἰ ἦν αὐτῷ ἰδία ἀφ. πρὸς τῇ τραπέζῃ, ein eigenes Kapital beim Wechsler, 36, 11; [[πίστις]] ἀφορμὴ πασῶν μεγίστη πρὸς χρηματισμόν, der Kredit ist das beste Kapital, 36, 44. – Bei den Stoikern im Ggstz von [[ὁρμή]], Abneigung, Abmahnung, Plut. de stoic. rep. 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0414.png Seite 414]] ἡ, der Ort, von dem man ausgeht, Ausgangspunkt, z. B. zu kriegerischen Unternehmungen, Thuc. 1, 90; Ursache, Veranlassung, Gelegenheit, ἀφορμὴν λαβόντες τὴν σωτηρίαν Isocr. 4, 61; τοῦ κακῶς φρονεῖν Dem. 1, 23; καὶ [[πρόφασις]] Pol. 2, 52, der das Wort sehr oft hat, z. B. ἀφορμὴν ἔχειν [[πρός]] τι, εἴς τι, 1, 88. 2, 7; ἀφορμὴν διδόναι τινὶ [[πρός]] τι 10, 33; [[λαβεῖν]] ἔκ τινος 3, 32; die Mittel zu einer Unternehmung, die in dem Terrain liegen, αἱ ἐκ τούτων τῶν τόπων Pol. 2, 17; die Geldmittel, δανείσασθαι ἐς ἔργων ἀφορμήν Xen. Mem. 2, 7, 11, Geld borgen, um eine Unternehmung zu beginnen; ἀφορμὴ εἰς ξένους τρισχιλίους, Mittel, um 8000 Söldner zu werben, Hell. 4, 8, 32; τοῖς παισὶν ἀφορμὰς εἰς τὸν βίον καταλείπουσι Mem. 3, 5, 11; ἀφορμαὶ παισίν, Auskommen für, Eur. Med. 342. So Dem. ἀφορμὴ [[αὐτοῦ]] ἀσθενεστέρα 14, 29; εἰ ἦν αὐτῷ ἰδία ἀφ. πρὸς τῇ τραπέζῃ, ein eigenes Kapital beim Wechsler, 36, 11; [[πίστις]] ἀφορμὴ πασῶν μεγίστη πρὸς χρηματισμόν, der Kredit ist das beste Kapital, 36, 44. – Bei den Stoikern im Ggstz von [[ὁρμή]], Abneigung, Abmahnung, Plut. de stoic. rep. 11.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />point de départ, <i>d'où</i><br /><b>I.</b> base d'opérations militaires;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> cause, occasion, prétexte : [[λαβεῖν]] ἀφορμήν τινα ISOCR saisir une occasion <i>ou</i> un prétexte ; ἀφορμὴν παρέχειν DÉM fournir une occasion <i>ou</i> un prétexte;<br /><b>2</b> moyen d'entreprendre qch ; ressources ; <i>particul.</i> ressources de guerre (en hommes, en vaisseaux, en argent), ressources pour vivre (argent, fonds, capital).<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὁρμή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφορμή''': ἡ, ὁ [[τόπος]] ἐξ οὗ ὁρμᾶταί τις, ἰδίως ἐν πολέμῳ, [[ὁρμητήριον]], Θουκ. 1. 90. Πολύβ. 1. 41, 6, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[τόπος]] ἀσφαλείας, Εὐρ. Μήδ. 342. 2) ἐν γένει τὸ [[σημεῖον]] ἐξ οὗ ὁρμᾶταί τις, [[ἀρχή]], [[αἰτία]], ἀφορμὴ ἢ [[πρόφασις]], ἀφορμαὶ λόγων Εὐρ. Ἑκ. 1239, Φοίν. 199· ἀφορμὴν παρέχειν Δημ. 270. 27., 279. 26· διδόναι ὁ αὐτ. 546. 19· λαβεῖν ἀφ. Ἰσοκρ. 53Α: ― ἡ [[αἰτία]], ἡ ἀρχὴ ἀσθενείας τινός, Ἱππ. 1009Η· εἰ δὲ τις οἴεται μικρὰν ἀφορμὴν τὸ [[σιτηρέσιον]] τοῖς στρατευομένοις, μικρὸν [[μέσον]] προτροπῆς ἢ προσελκύσεως, Δημ. 48. 7· τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν αὐτ. 16. 2. 3) τὰ μέσα δι’ ὦν ἀρχίζει τις ἢ ἐπιχειρεῖ τι, [[πόρος]], κεφάλαιον, ἀφ. τοῦ βίου Λυσ. 170. 27· εἰς τὸν βίον Ξεν. Ἀπομν. 3. 12, 4· τίνας εἶχεν ἀφορμὰς ἡ [[πόλις]] Δημ. 305· 7· ἀφελεῖν τὴν ἀφ., δι’ ἣν ὑβρίζει, ὁ αὐτ. 546. 16· [[πίστις]] ἀφ. μεγίστη πρὸς χρηματισμόν, καλὴ [[πίστις]] [[εἶναι]] τὸ μέγιστον κεφάλαιον, ἡ μεγίστη [[βοήθεια]] πρὸς χρηματισμόν, ὁ αὐτ. 958. 3, πρβλ. 156. 20· ἀφ. ἐπὶ..., ὁ αὐτ. 37, 21· ― ἰδίως μέσα πολέμου, ὡς χρήματα, ἄνδρες, πλοῖα, Ἀνδοκ. 14. 37, Οὐολφ. Λεπτ. σ. 287· ἀφ. εἰς ξένους χιλίους, μέσα πρὸς στρατολογίαν χιλίων μισθοφόρων, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8. 33· ἀφορμὴ ἔργων, μέσα πρὸς..., ὁ αὐτ. Ἀπομν. 2. 7, 11· πρβλ. 3. 5, 11· πρὸς ἀφορμὴν ἐμπορίας ἢ γεωργίας Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 8· πάντων ἀφ. τῶν καλῶν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 14. 4) τὸ κεφάλαιον τραπεζίτου κτλ., Λατ. fundus, Λυσ. Ἀποσπ. 22, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 12, Λυκοῦργ. 151. 21, Δημ. 186. 18., 947. 22. ΙΙ παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς ὡς ἀντίθ. τῷ [[ὁρμή]], [[ἔλλειψις]] ὁρμῆς, ἢ κλίσεως [[πρός]] τι, Πλούτ. 2. 1037F, Διογ. Λ. 7. 104: ― ὡς τὸ ἀφορμητικός, ή, όν, κεῖται κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ὁρμητικός]] ἐν Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 1, 12.
|lstext='''ἀφορμή''': ἡ, ὁ [[τόπος]] ἐξ οὗ ὁρμᾶταί τις, ἰδίως ἐν πολέμῳ, [[ὁρμητήριον]], Θουκ. 1. 90. Πολύβ. 1. 41, 6, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[τόπος]] ἀσφαλείας, Εὐρ. Μήδ. 342. 2) ἐν γένει τὸ [[σημεῖον]] ἐξ οὗ ὁρμᾶταί τις, [[ἀρχή]], [[αἰτία]], ἀφορμὴ ἢ [[πρόφασις]], ἀφορμαὶ λόγων Εὐρ. Ἑκ. 1239, Φοίν. 199· ἀφορμὴν παρέχειν Δημ. 270. 27., 279. 26· διδόναι ὁ αὐτ. 546. 19· λαβεῖν ἀφ. Ἰσοκρ. 53Α: ― ἡ [[αἰτία]], ἡ ἀρχὴ ἀσθενείας τινός, Ἱππ. 1009Η· εἰ δὲ τις οἴεται μικρὰν ἀφορμὴν τὸ [[σιτηρέσιον]] τοῖς στρατευομένοις, μικρὸν [[μέσον]] προτροπῆς ἢ προσελκύσεως, Δημ. 48. 7· τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν αὐτ. 16. 2. 3) τὰ μέσα δι’ ὦν ἀρχίζει τις ἢ ἐπιχειρεῖ τι, [[πόρος]], κεφάλαιον, ἀφ. τοῦ βίου Λυσ. 170. 27· εἰς τὸν βίον Ξεν. Ἀπομν. 3. 12, 4· τίνας εἶχεν ἀφορμὰς ἡ [[πόλις]] Δημ. 305· 7· ἀφελεῖν τὴν ἀφ., δι’ ἣν ὑβρίζει, ὁ αὐτ. 546. 16· [[πίστις]] ἀφ. μεγίστη πρὸς χρηματισμόν, καλὴ [[πίστις]] [[εἶναι]] τὸ μέγιστον κεφάλαιον, ἡ μεγίστη [[βοήθεια]] πρὸς χρηματισμόν, ὁ αὐτ. 958. 3, πρβλ. 156. 20· ἀφ. ἐπὶ..., ὁ αὐτ. 37, 21· ― ἰδίως μέσα πολέμου, ὡς χρήματα, ἄνδρες, πλοῖα, Ἀνδοκ. 14. 37, Οὐολφ. Λεπτ. σ. 287· ἀφ. εἰς ξένους χιλίους, μέσα πρὸς στρατολογίαν χιλίων μισθοφόρων, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8. 33· ἀφορμὴ ἔργων, μέσα πρὸς..., ὁ αὐτ. Ἀπομν. 2. 7, 11· πρβλ. 3. 5, 11· πρὸς ἀφορμὴν ἐμπορίας ἢ γεωργίας Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 8· πάντων ἀφ. τῶν καλῶν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 14. 4) τὸ κεφάλαιον τραπεζίτου κτλ., Λατ. fundus, Λυσ. Ἀποσπ. 22, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 12, Λυκοῦργ. 151. 21, Δημ. 186. 18., 947. 22. ΙΙ παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς ὡς ἀντίθ. τῷ [[ὁρμή]], [[ἔλλειψις]] ὁρμῆς, ἢ κλίσεως [[πρός]] τι, Πλούτ. 2. 1037F, Διογ. Λ. 7. 104: ― ὡς τὸ ἀφορμητικός, ή, όν, κεῖται κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ὁρμητικός]] ἐν Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 1, 12.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />point de départ, <i>d'où</i><br /><b>I.</b> base d'opérations militaires;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> cause, occasion, prétexte : [[λαβεῖν]] ἀφορμήν τινα ISOCR saisir une occasion <i>ou</i> un prétexte ; ἀφορμὴν παρέχειν DÉM fournir une occasion <i>ou</i> un prétexte;<br /><b>2</b> moyen d'entreprendre qch ; ressources ; <i>particul.</i> ressources de guerre (en hommes, en vaisseaux, en argent), ressources pour vivre (argent, fonds, capital).<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὁρμή]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR