Anonymous

ἀσκός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0372.png Seite 372]] ὁ, 1) lederner Schlauch; bei Hom. zum Fortschaffen von Wein u. Wasser: ἐν δ' [[οἶνον]] ἔχευεν ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Od. 6, 78, aus Ziegenleder; αἴγεον ἀσκὸν οἴνοιο 9, 196, vgl. 212; φέρον [[οἶνον]], ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Iliad. 3, 247; ἐν δέ οἱ ἀσκὸν ἔθηκε οἴνοιο τὸν ἕτερον, ἕτερον δ' ὕδατος μέγαν Od. 5, 265; von Rindsleder ist der Schlauch des Äolus, δῶκέ μοι ἐκδείρας ἀσκὸν βοὸς ἐννεώροιο Od. 10, 19, vgl. 45. 47. So auch Ar. u. Sp. – 2) Uebh. eine abgezogene Thierhaut, Her. 3, 9; die abgezogene Haut des Marsyas, 5, 26; ἀσκὸν δέρειν Ar. Nubb. 441, die Haut abziehen, u. übertr., das Fell über die Ohren ziehen; ἀσκὸς δεδάρθαι, sich schinden lassen, Sol. fr bei Plut. Sol. 14; vgl. Plat. Euthyd. 285 d. – 3) Spottname eines Menschen, δι' οἰνοφλυγίαν καὶ [[πάχος]] τοῦ σώματος Antiphan. bei Ath. XII, 552 f.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0372.png Seite 372]] ὁ, 1) lederner Schlauch; bei Hom. zum Fortschaffen von Wein u. Wasser: ἐν δ' [[οἶνον]] ἔχευεν ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Od. 6, 78, aus Ziegenleder; αἴγεον ἀσκὸν οἴνοιο 9, 196, vgl. 212; φέρον [[οἶνον]], ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Iliad. 3, 247; ἐν δέ οἱ ἀσκὸν ἔθηκε οἴνοιο τὸν ἕτερον, ἕτερον δ' ὕδατος μέγαν Od. 5, 265; von Rindsleder ist der Schlauch des Äolus, δῶκέ μοι ἐκδείρας ἀσκὸν βοὸς ἐννεώροιο Od. 10, 19, vgl. 45. 47. So auch Ar. u. Sp. – 2) Uebh. eine abgezogene Thierhaut, Her. 3, 9; die abgezogene Haut des Marsyas, 5, 26; ἀσκὸν δέρειν Ar. Nubb. 441, die Haut abziehen, u. übertr., das Fell über die Ohren ziehen; ἀσκὸς δεδάρθαι, sich schinden lassen, Sol. fr bei Plut. Sol. 14; vgl. Plat. Euthyd. 285 d. – 3) Spottname eines Menschen, δι' οἰνοφλυγίαν καὶ [[πάχος]] τοῦ σώματος Antiphan. bei Ath. XII, 552 f.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> peau d'une bête écorchée;<br /><b>2</b> outre.<br />'''Étymologie:''' DELG ? -- Babiniotis cf. <i>skr.</i> átka « vêtement, enveloppe ».
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσκός''': ὁ, ὁ [[ἀσκός]], κοινῶς «ἀσκί», Τουρκ. «τουλοῦμι», [[οἶνον]] εΰφρονα… ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Ἰλ. Γ. 247, Ὀδ. Ζ. 78· ἀσκὸν… μέλανος οἴνοιο Ε. 265., Ι. 196· πρβλ. ποδεὼν ΙΙ, [[ἀσκωλιάζω]]: ― ἀσκὸς βοός, ὁ ἀσκὸς ἐν ᾧ ὁ Αἴολος κατεῖχε τοὺς ἀνέμους, Ὀδ. Κ. 19, πρβλ. 45. 47· ἀσκοὺς καμήλων, κατεσκευασμένους ἐκ δέρματος καμήλων, Ἡρόδ. 3. 9· ὁ τοῦ Σιληνοῦ Μαρσύεω ἀσκὸς ἐν τῇ πόλι ἀνακρέμαται ὁ αὐτ. 7. 26· εἴ μοι ἡ δορὰ μὴ εἰς ἀσκὸν τελευτήσει [[ὥσπερ]] ἡ Μαρσύου Πλάτ. Εὐθύδ. 285C· τοῖς ἀσκοῖς καὶ θυλάκοις Ξεν. Ἀν. 6. 4, 23, πρβλ. Θουκ. 4. 26. 2) μεταφ., ἡ [[κοιλία]], ἀσκοῦ με τὸν προὔχοντα μὴ λῦσαι [[πόδα]], «ἀσκοῦ οὖν τῆς γαστρός, [[πόδα]] δὲ τὸ [[μόριον]]» (Σχόλ.), Εὐρ. Μήδ. 679· ἐπὶ ἀσκοῦ ὅν μετεχειρίζοντο τὸ [[πάλαι]] οἱ ἰατροὶ πρὸς θεραπείαν τῶν ἐχόντων [[ὕβωμα]] εἰς τὴν ῥάχιν, κἄπειτα αὐλὸν ἐκ χαλκείου ἐς τὸν ἀσκὸν ἐνιέντα φυσᾶν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814. 3) [[καθόλου]], ἡ [[γαστήρ]], Ἀρχίλ. 67. 4) παροιμ. χρήσεις· ἐπὶ μεθύσου, τοῦτον οὖν δι’ οἰνοφλυγίαν καὶ [[πάχος]] τοῦ σώματος ἀσκὸν καλοῦσι πάντες οὑπιχώριοι Ἀντιφάν. ἐν «Αἰόλῳ» 2· πρβλ. Ἄλεξ. ἐν «Ἡσιόνῃ» 1· παιγνιῶδες [[ὄνομα]] διὰ [[παιδίον]], καὶ τοῖς μὲν συμπαίζειν αὐτὸς λέγων «[[ἀσκός]], [[πέλεκυς]]» Θεοφρ. Χαρ. 5, ἴδε ἐν λ. [[πέλεκυς]]· ― [[οὕτως]], ἀσκὸν δείρειν, ἐκδέρειν ζῶντα, αἰκίζειν, κακοποιεῖν τινα, Ἀριστοφ. Νεφ. 441· καὶ ἐν τῷ παθ., ἀσκὸς δεδάρθαι Σόλων 25. 7. (Ἡ [[ῥίζα]] [[ἀβέβαιος]].)
|lstext='''ἀσκός''': ὁ, ὁ [[ἀσκός]], κοινῶς «ἀσκί», Τουρκ. «τουλοῦμι», [[οἶνον]] εΰφρονα… ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Ἰλ. Γ. 247, Ὀδ. Ζ. 78· ἀσκὸν… μέλανος οἴνοιο Ε. 265., Ι. 196· πρβλ. ποδεὼν ΙΙ, [[ἀσκωλιάζω]]: ― ἀσκὸς βοός, ὁ ἀσκὸς ἐν ᾧ ὁ Αἴολος κατεῖχε τοὺς ἀνέμους, Ὀδ. Κ. 19, πρβλ. 45. 47· ἀσκοὺς καμήλων, κατεσκευασμένους ἐκ δέρματος καμήλων, Ἡρόδ. 3. 9· ὁ τοῦ Σιληνοῦ Μαρσύεω ἀσκὸς ἐν τῇ πόλι ἀνακρέμαται ὁ αὐτ. 7. 26· εἴ μοι ἡ δορὰ μὴ εἰς ἀσκὸν τελευτήσει [[ὥσπερ]] ἡ Μαρσύου Πλάτ. Εὐθύδ. 285C· τοῖς ἀσκοῖς καὶ θυλάκοις Ξεν. Ἀν. 6. 4, 23, πρβλ. Θουκ. 4. 26. 2) μεταφ., ἡ [[κοιλία]], ἀσκοῦ με τὸν προὔχοντα μὴ λῦσαι [[πόδα]], «ἀσκοῦ οὖν τῆς γαστρός, [[πόδα]] δὲ τὸ [[μόριον]]» (Σχόλ.), Εὐρ. Μήδ. 679· ἐπὶ ἀσκοῦ ὅν μετεχειρίζοντο τὸ [[πάλαι]] οἱ ἰατροὶ πρὸς θεραπείαν τῶν ἐχόντων [[ὕβωμα]] εἰς τὴν ῥάχιν, κἄπειτα αὐλὸν ἐκ χαλκείου ἐς τὸν ἀσκὸν ἐνιέντα φυσᾶν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814. 3) [[καθόλου]], ἡ [[γαστήρ]], Ἀρχίλ. 67. 4) παροιμ. χρήσεις· ἐπὶ μεθύσου, τοῦτον οὖν δι’ οἰνοφλυγίαν καὶ [[πάχος]] τοῦ σώματος ἀσκὸν καλοῦσι πάντες οὑπιχώριοι Ἀντιφάν. ἐν «Αἰόλῳ» 2· πρβλ. Ἄλεξ. ἐν «Ἡσιόνῃ» 1· παιγνιῶδες [[ὄνομα]] διὰ [[παιδίον]], καὶ τοῖς μὲν συμπαίζειν αὐτὸς λέγων «[[ἀσκός]], [[πέλεκυς]]» Θεοφρ. Χαρ. 5, ἴδε ἐν λ. [[πέλεκυς]]· ― [[οὕτως]], ἀσκὸν δείρειν, ἐκδέρειν ζῶντα, αἰκίζειν, κακοποιεῖν τινα, Ἀριστοφ. Νεφ. 441· καὶ ἐν τῷ παθ., ἀσκὸς δεδάρθαι Σόλων 25. 7. (Ἡ [[ῥίζα]] [[ἀβέβαιος]].)
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> peau d'une bête écorchée;<br /><b>2</b> outre.<br />'''Étymologie:''' DELG ? -- Babiniotis cf. <i>skr.</i> átka « vêtement, enveloppe ».
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth