Anonymous

ἄλσος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0110.png Seite 110]] εος, τό (mit [[ἀλδαίνω]] verw.), heiliger, einer Gottheit geweihter Hain, ἀγλαὸν [[ἄλσος]] Ἀθήνης αἰγείρων Od. 6, 291, κλυτὸν [[ἄλσος]] ἱρὸν Ἀθηναίης 321; ῷκει γὰρ ἐν ἄλσεϊ δενδρήεντι Φοίβου Ἀπόλλωνος 9, 200; ἄλσεα Περσεφονείης, μακραί τ' αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι 10, 509; [[ἄλσος]] ὕπο σκιερὸν Ἀπόλλωνος 20, 278; ἀμφὶ δ' ἄρ' αἰγείρων ἦν [[ἄλσος]] 17, 208; – ἱερὸν [[ἄλσος]] Φοίβου Ἀπόλλωνος Hes. Sc. 99; θεῶν Soph. O. C. 10, u. öfter Tragg., Pind., Her. Später jeder Hain, Wäldchen, Theocr. 1, 117; Mosch. 3, 3; δένδρων Plat. Legg. XII, 947 c. Auch ganze Städte heißen ἄλσεα des von ihnen besonders verehrten Gottes, Hom. Iliad. 2, 506 Ὀγχηστόν θ' [[ἱερόν]], Ποσιδήιον ἀγλαὸν [[ἄλσος]]; [[Ἄργος]] Ἰνάχου κόρης [[ἄλσος]] Soph. El. 5; Pind. Ol. 3, 19 Διὸς πάνδοκον [[ἄλσος]]; πόντιον [[ἄλσος]] die (Poseidon) heilige Meeresfläche Aesch. Pers. 111 vgl. Suppl. 848.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0110.png Seite 110]] εος, τό (mit [[ἀλδαίνω]] verw.), heiliger, einer Gottheit geweihter Hain, ἀγλαὸν [[ἄλσος]] Ἀθήνης αἰγείρων Od. 6, 291, κλυτὸν [[ἄλσος]] ἱρὸν Ἀθηναίης 321; ῷκει γὰρ ἐν ἄλσεϊ δενδρήεντι Φοίβου Ἀπόλλωνος 9, 200; ἄλσεα Περσεφονείης, μακραί τ' αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι 10, 509; [[ἄλσος]] ὕπο σκιερὸν Ἀπόλλωνος 20, 278; ἀμφὶ δ' ἄρ' αἰγείρων ἦν [[ἄλσος]] 17, 208; – ἱερὸν [[ἄλσος]] Φοίβου Ἀπόλλωνος Hes. Sc. 99; θεῶν Soph. O. C. 10, u. öfter Tragg., Pind., Her. Später jeder Hain, Wäldchen, Theocr. 1, 117; Mosch. 3, 3; δένδρων Plat. Legg. XII, 947 c. Auch ganze Städte heißen ἄλσεα des von ihnen besonders verehrten Gottes, Hom. Iliad. 2, 506 Ὀγχηστόν θ' [[ἱερόν]], Ποσιδήιον ἀγλαὸν [[ἄλσος]]; [[Ἄργος]] Ἰνάχου κόρης [[ἄλσος]] Soph. El. 5; Pind. Ol. 3, 19 Διὸς πάνδοκον [[ἄλσος]]; πόντιον [[ἄλσος]] die (Poseidon) heilige Meeresfläche Aesch. Pers. 111 vgl. Suppl. 848.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> bois, <i>particul.</i> bois sacré;<br /><b>2</b> tout emplacement consacré ; πόντιον [[ἄλσος]] ESCHL le pré sacré de la mer.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀλδ, développement de la R. Ἁλ, nourrir, d'où faire croître, croître.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄλσος''': -εος, τό, = [[δάσος]], [[τόπος]] [[κατάφυτος]] ἐκ δένδρων καὶ χλόης, Ἰλ. Υ. 8, Ὀδ. Κ. 350. ΙΙ. ἰδίως ἱερὸν [[ἄλσος]]. Ὀδ. Ζ. 291, Ἡσ. Ἀσπ. 99, Ἡρόδ. 5. 119, Πλάτ., κτλ.: - [[ἐντεῦθεν]] = [[τέμενος]], οἱοσδήποτε ἱερὸς [[τόπος]] ἢ [[περίβολος]], ἔτι καὶ [[ἄνευ]] δένδρων, Ἰλ. Β. 506, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Ο. 3. 19· οὕτω Μαραθώνιον [[ἄλσος]], περὶ τοῦ [[ἐκεῖ]] πεδίου τῆς μάχης, θεωρουμένου ὡς τόπου ἱεροῦ ἐν ἐπιγράμμ. ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Αἰσχύλ. (Ἀνθ. Π. παράρτ. 3)· μεταφ., πόντιον [[ἄλσος]], τὸ τοῦ Κικέρωνος Neptunia prata, [[ὠκεάνιος]] [[λειμών]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 111, πρβλ. [[ἁλίρρυτος]], (πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς «ῥίζης, ἐξ ἧς τὰ «[[ἀλδαίνω]], [[ἀλδήσκω]], = [[τόπος]] [[δροσερός]], χλοάζων: - κατὰ τὸν Döder] ἐκ τοῦ ἄλλομαι, ὡς τό Λατ. saltus ἐκ τοῦ salio).
|lstext='''ἄλσος''': -εος, τό, = [[δάσος]], [[τόπος]] [[κατάφυτος]] ἐκ δένδρων καὶ χλόης, Ἰλ. Υ. 8, Ὀδ. Κ. 350. ΙΙ. ἰδίως ἱερὸν [[ἄλσος]]. Ὀδ. Ζ. 291, Ἡσ. Ἀσπ. 99, Ἡρόδ. 5. 119, Πλάτ., κτλ.: - [[ἐντεῦθεν]] = [[τέμενος]], οἱοσδήποτε ἱερὸς [[τόπος]] ἢ [[περίβολος]], ἔτι καὶ [[ἄνευ]] δένδρων, Ἰλ. Β. 506, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Ο. 3. 19· οὕτω Μαραθώνιον [[ἄλσος]], περὶ τοῦ [[ἐκεῖ]] πεδίου τῆς μάχης, θεωρουμένου ὡς τόπου ἱεροῦ ἐν ἐπιγράμμ. ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Αἰσχύλ. (Ἀνθ. Π. παράρτ. 3)· μεταφ., πόντιον [[ἄλσος]], τὸ τοῦ Κικέρωνος Neptunia prata, [[ὠκεάνιος]] [[λειμών]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 111, πρβλ. [[ἁλίρρυτος]], (πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς «ῥίζης, ἐξ ἧς τὰ «[[ἀλδαίνω]], [[ἀλδήσκω]], = [[τόπος]] [[δροσερός]], χλοάζων: - κατὰ τὸν Döder] ἐκ τοῦ ἄλλομαι, ὡς τό Λατ. saltus ἐκ τοῦ salio).
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> bois, <i>particul.</i> bois sacré;<br /><b>2</b> tout emplacement consacré ; πόντιον [[ἄλσος]] ESCHL le pré sacré de la mer.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀλδ, développement de la R. Ἁλ, nourrir, d'où faire croître, croître.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth