Anonymous

ἄληπτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0095.png Seite 95]] 1) unnehmbar, unbesiegbar, Thuc. 1, 82. 143; öfter Plut., nicht zu fangen, Crass. 18. – 2) unbegreiflich, λογισμῷ Plut. Nic. 11. Bei den Stoikern τὰ ἄληπτα, die unannehmbaren Dinge.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0095.png Seite 95]] 1) unnehmbar, unbesiegbar, Thuc. 1, 82. 143; öfter Plut., nicht zu fangen, Crass. 18. – 2) unbegreiflich, λογισμῷ Plut. Nic. 11. Bei den Stoikern τὰ ἄληπτα, die unannehmbaren Dinge.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> imprenable;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> incompréhensible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ληπτός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄληπτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ λάβῃ, πιάσῃ, [[δύσληπτος]], Πλούτ., κτλ. ― συγκριτ. ἀληπτότερος, ὅσῳ ἀληπτότεροι ἦσαν, ἀπροσβλητότεροι, [[μᾶλλον]] ἐξησφαλισμένοι ἀπὸ τῶν προσβολῶν τῶν ἄλλων, Θουκ. 1. 37, 82, 143. ΙΙ. [[ἀκατάληπτος]], [[ἀκατανόητος]], Πλουτ. Νικ. 11, καὶ ἀλλ. ΙΙΙ. ἐν τῇ Στωϊκῇ Φιλοσοφίᾳ ἄληπτα λέγονται τὰ ἀπαράδεκτα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ληπτά.
|lstext='''ἄληπτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ λάβῃ, πιάσῃ, [[δύσληπτος]], Πλούτ., κτλ. ― συγκριτ. ἀληπτότερος, ὅσῳ ἀληπτότεροι ἦσαν, ἀπροσβλητότεροι, [[μᾶλλον]] ἐξησφαλισμένοι ἀπὸ τῶν προσβολῶν τῶν ἄλλων, Θουκ. 1. 37, 82, 143. ΙΙ. [[ἀκατάληπτος]], [[ἀκατανόητος]], Πλουτ. Νικ. 11, καὶ ἀλλ. ΙΙΙ. ἐν τῇ Στωϊκῇ Φιλοσοφίᾳ ἄληπτα λέγονται τὰ ἀπαράδεκτα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ληπτά.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> imprenable;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> incompréhensible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ληπτός]].
}}
}}
{{grml
{{grml