Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄμπωτις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀνάπωτις]].
|dgtxt=v. [[ἀνάπωτις]].
}}
{{bailly
|btext=ιδος <i>ou</i> εως (ἡ) :<br />reflux de la mer.<br />'''Étymologie:''' ἀναπίνω.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄμπωτις''': γεν. -εως, Ἰων. -ιος, μεταγεν. καὶ -ιδος, Λοβ. Φρύν. 340, κατὰ συγκοπὴν ἀντὶ [[ἀνάπωτις]] (ἐκ τοῦ ἀναπίνομαι), ἴδε κατωτέρω: - περιοδικὴ ἀνάπωσις τοῦ ὕδατος, καθ’ ἣν ἀποσύρεται τοῦτο εἰς τὴν θάλασσαν καὶ μετὰ ὡρισμένον χρόνον [[πάλιν]] ἐπανέρχεται· ἀντιτίθεται ταῖς λέξεσι, πλημμυρὶς καὶ [[ῥαχία]] (Ἰων. [[ῥηχίη]]), Ἡρόδ. 2. 11., 7. 198., 8. 129, πολλαὶ δὲ ἀμπώτεις λέγονται καὶ κυμάτων ἄρσεις συμπεριοδεύειν ἀεὶ τῇ σελήνῃ κατὰ τινας ὡρισμένους καιροὺς Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4. 32, Πλούτ., κτλ.: κατὰ πληθ., ἐν γένει, σημαίνει τὴν αὐξομείωσιν τῶν ὑδάτων, δηλ. τὴν ἄνω τε καὶ [[κάτω]] διαρροὴν τοῦ ὠκεανοῦ, τὴν παλίρροιαν τῆς θαλάσσης, Ἡρωδιαν. 3. 14. - Ὁ [[πλήρης]] [[τύπος]] [[ἀνάπωτις]] εὕρηται μόνον παρὰ Πινδ. Ο. 9. 78., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς ἐν Πολυβ. 10. 14. 2, Ἀρρ., κτλ. 2) ἡ [[ὑποχώρησις]] [[ἤτοι]] [[ἐλάττωσις]] ῥεύματός τινος, Καλλ. εἰς Δῆλ. 130. ΙΙ. ἡ πρὸς τὰ ἔσω ἐπιστροφὴ τῶν χυμῶν ἀπὸ τῆς ἐπιφανείας τοῦ σώματος, ἄμπ. τῶν χυμῶν Ἱππ. 47. 1, πρβλ. Σχόλ. παρὰ Γαισφόδρῳ Ἐτυμ. Μ. σ. 2467.
|lstext='''ἄμπωτις''': γεν. -εως, Ἰων. -ιος, μεταγεν. καὶ -ιδος, Λοβ. Φρύν. 340, κατὰ συγκοπὴν ἀντὶ [[ἀνάπωτις]] (ἐκ τοῦ ἀναπίνομαι), ἴδε κατωτέρω: - περιοδικὴ ἀνάπωσις τοῦ ὕδατος, καθ’ ἣν ἀποσύρεται τοῦτο εἰς τὴν θάλασσαν καὶ μετὰ ὡρισμένον χρόνον [[πάλιν]] ἐπανέρχεται· ἀντιτίθεται ταῖς λέξεσι, πλημμυρὶς καὶ [[ῥαχία]] (Ἰων. [[ῥηχίη]]), Ἡρόδ. 2. 11., 7. 198., 8. 129, πολλαὶ δὲ ἀμπώτεις λέγονται καὶ κυμάτων ἄρσεις συμπεριοδεύειν ἀεὶ τῇ σελήνῃ κατὰ τινας ὡρισμένους καιροὺς Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4. 32, Πλούτ., κτλ.: κατὰ πληθ., ἐν γένει, σημαίνει τὴν αὐξομείωσιν τῶν ὑδάτων, δηλ. τὴν ἄνω τε καὶ [[κάτω]] διαρροὴν τοῦ ὠκεανοῦ, τὴν παλίρροιαν τῆς θαλάσσης, Ἡρωδιαν. 3. 14. - Ὁ [[πλήρης]] [[τύπος]] [[ἀνάπωτις]] εὕρηται μόνον παρὰ Πινδ. Ο. 9. 78., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς ἐν Πολυβ. 10. 14. 2, Ἀρρ., κτλ. 2) ἡ [[ὑποχώρησις]] [[ἤτοι]] [[ἐλάττωσις]] ῥεύματός τινος, Καλλ. εἰς Δῆλ. 130. ΙΙ. ἡ πρὸς τὰ ἔσω ἐπιστροφὴ τῶν χυμῶν ἀπὸ τῆς ἐπιφανείας τοῦ σώματος, ἄμπ. τῶν χυμῶν Ἱππ. 47. 1, πρβλ. Σχόλ. παρὰ Γαισφόδρῳ Ἐτυμ. Μ. σ. 2467.
}}
{{bailly
|btext=ιδος <i>ou</i> εως (ἡ) :<br />reflux de la mer.<br />'''Étymologie:''' ἀναπίνω.
}}
}}
{{grml
{{grml