Anonymous

ἅλλομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0104.png Seite 104]] (entst. aus ἁλιόμαι, σαλιόμαι, salire), am häufigsten pr. u. impf.; fnt. ἁλοῦμαι, dor. ἁλεῦμαι Theocr. 3, 25; aor. I. [[ἡλάμην]] Eur. Or. 278 Ion 1422 Callim. Dian. 1 95 Theocr. 1 9, 4 u. sonst im ind., ἁλάμενος Ar. Av. 1395; aor. II. fand sich im ind. nur Xen. An. 5, 9, 5 Aesch. Pers. 508 ἐνήλου u. Soph. O. R. 1311 ἐξήλου, und ist nach mss. in den beiden ersten Stellen, u. durch Herm. Conj. in letzterer ins impf. verwandelt; – bei Hom. die sync. F. [[ἆλτο]] häufig, sonst nur [[ἆλσο]] Iliad. 16, 754, conj. ἅληται 21, 536, mit verkürztem Vocal ἅλεται Iliad. 11, 192. 207 αὐτὰρ [[ἐπεί]] κ' ἢ δουρὶ τυπεὶς ἢ [[βλήμενος]] ἰῷ εἰς ἵππους ἅλεται; partic. ἄλμενος in Zsstzgen; – ἁλέσθαι Opp. Cyn. 1, 83, ἅλοιτο Theocr. 8, 88; vgl. Compp.; – springen, laufen; Hem. z. B. [[ἆλτο]] [[χαμᾶζε]] Iliad. 6, 103, [[ἆλτο]] [[θύραζε]] 24, 572; ἦ, καὶ ἐπὶ στίχας [[ἆλτο]], κέλευε δὲ φωτὶ ἑκάστῳ 20, 353; ἆλτ' ἐπί οἱ μεμαώς 21, 174; [[ἆλτο]] δ' ὀιστός 4, 125; – [[ἆλτο]] θέειν u. πετέσθαι H. Cer. 389 Apoll. 448; – vom Auge, es zittert, es zucht, Theocr. 3, 37; vom Quellwasser N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0104.png Seite 104]] (entst. aus ἁλιόμαι, σαλιόμαι, salire), am häufigsten pr. u. impf.; fnt. ἁλοῦμαι, dor. ἁλεῦμαι Theocr. 3, 25; aor. I. [[ἡλάμην]] Eur. Or. 278 Ion 1422 Callim. Dian. 1 95 Theocr. 1 9, 4 u. sonst im ind., ἁλάμενος Ar. Av. 1395; aor. II. fand sich im ind. nur Xen. An. 5, 9, 5 Aesch. Pers. 508 ἐνήλου u. Soph. O. R. 1311 ἐξήλου, und ist nach mss. in den beiden ersten Stellen, u. durch Herm. Conj. in letzterer ins impf. verwandelt; – bei Hom. die sync. F. [[ἆλτο]] häufig, sonst nur [[ἆλσο]] Iliad. 16, 754, conj. ἅληται 21, 536, mit verkürztem Vocal ἅλεται Iliad. 11, 192. 207 αὐτὰρ [[ἐπεί]] κ' ἢ δουρὶ τυπεὶς ἢ [[βλήμενος]] ἰῷ εἰς ἵππους ἅλεται; partic. ἄλμενος in Zsstzgen; – ἁλέσθαι Opp. Cyn. 1, 83, ἅλοιτο Theocr. 8, 88; vgl. Compp.; – springen, laufen; Hem. z. B. [[ἆλτο]] [[χαμᾶζε]] Iliad. 6, 103, [[ἆλτο]] [[θύραζε]] 24, 572; ἦ, καὶ ἐπὶ στίχας [[ἆλτο]], κέλευε δὲ φωτὶ ἑκάστῳ 20, 353; ἆλτ' ἐπί οἱ μεμαώς 21, 174; [[ἆλτο]] δ' ὀιστός 4, 125; – [[ἆλτο]] θέειν u. πετέσθαι H. Cer. 389 Apoll. 448; – vom Auge, es zittert, es zucht, Theocr. 3, 37; vom Quellwasser N. T.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[ἡλλόμην]], <i>f.</i> [[ἁλοῦμαι]], <i>ao.</i> [[ἡλάμην]];<br />sauter, bondir, s'élancer : ἀφ’ ἵππων, [[ἐξ]] ἵππων IL d'un char ; [[ἐπί]] τινι OD sauter sur qqn, s'élancer contre qqn ; [[εἰς]] ἵππους IL sauter sur son char.<br />'''Étymologie:''' p. *ἅλjομαι sauter, de la R. Ἁλ p. Σαλ, <i>lat.</i> salio.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἅλλομαι''': παρατ. ἡλλόμην, Ξεν., κτλ.: μέλλ. ἁλοῦμαι (ὑπερ-), Ξεν. Ἱππ. 8. 4, Δωρ. ἁλεῦμαι, Θεόκρ. 3. 25., 5. 144: ἀόρ. α΄ [[ἡλάμην]], Βατραχομ. 225 (228), Εὐρ. Ἴων 1402, Ἀριστοφ. Βάτρ. 243 (πρβλ. τὰ σύνθετα μετὰ τῶν προθ. εἰς-, ἐν-, ἐξ-), μετοχ. ἁλάμενος [ἡ α΄ συλλαβὴ μακρά,] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1395· ἀλλ’ αἱ πλάγιαι ἐγκλίσεις σχηματίζονται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐκ τοῦ ἀορ. β΄ ἡλόμην ([[ὅστις]] [[εἶναι]] [[σπάνιος]] ἐν τῇ ὁριστ.)· ὑποτ. ἅληται [ᾰ], Ἰλ. Φ. 536, Ἐπ. [[ὡσαύτως]] ἅλεται, Λ. 192· εὐκτ. ἁλοίμην, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9 (πρβλ. εἰσ-)· ἀπαρ. ἁλέσθαι, Ὀππ., κτλ.· μετοχ. ἁλόμενος [ᾰ], Αἰσχύλ. Εὐμ. 368 (λυρ.), Ξεν., κτλ.: εἰς τὸν β΄ ἀόρ. [[ὡσαύτως]] ἀνήκουσι τὸ Ἐπ. β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. πρόσ. [[ἆλσο]], [[ἆλτο]], μετοχ. ἄλμενος μόνον ἐν συνθέτοις, ἐκτὸς τοῦ ἅλμενος ἐν Ὀππ. Ἁλ. 5. 666 (οὗτοι δὲ [[εἶναι]] οἱ μόνοι τύποι οἱ ψιλούμενοι). (Ἐκ τῆς √ΑΛ παράγονται καὶ τὰ ἑξῆς: ἅλμα, ἅλσις, ἁλτήρ· πρβλ. Σανσκρ. sar (ire, fluere), Ζενδ. har (ire)· Λατ. sal-io, sal-tus, sal-to, sal-ax. ― Ἐν Βοιωτικῇ τινι ἐπιγρ. (Keil. σελ. 69) ὑπάρχει Ἐπι-ϝάλτης ὡς εἰ ἡ [[ῥίζα]] ἦν ϝαλ.). Ἀναπηδῶ, τινάσσομαι, σκιρτῶ, [[κυρίως]] ἐπὶ ἐμψύχων ὄντων, μή… ἐς [[τεῖχος]] ἅληται, Ἰλ. Φ. 536· [[ἐπεὶ]] κ’… εἰς ἵππους ἅλεται (Ἐπ. ἀντὶ -ηται) Λ. 192· εἰς ἅλα [[ἆλτο]], Α. 532, (ἀλλὰ ἥλατο πόντον, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 195)· ἐξ ὀχέων… [[ἆλτο]] [[χαμᾶζε]], Ἰλ. Ζ. 103· [[ἆλτο]] κατ’ Οὐλύμπου, Σ. 616· ― ἅλλεσθαι ἐπί τινι = ἐπιπηδῶ, ἐφορμῶ κατά τινος, Φ. 174, Ὀδ. Χ. 80· ἐπὶ στίχας, Ἰλ. Υ. 353: ― μετ’ ἀπαρ., [[ἆλτο]] θέειν, πέτεσθαι, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 390, εἰς Ἀπόλλ. 448: ― ἀπολ. ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 8. 4. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἆλτο]] [[ὀϊστός]], Ἰλ. Δ. 125· ἐπὶ ἤχου, Πλάτ. Φαῖδρ. 255C· ἐπὶ μελῶν τοῦ σώματος = πάλλομαι, ἅλλεται [[ὀφθαλμός]], «παίζει τὸ μάτι μου», Θεόκρ. 3. 37, πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 24, 2, καὶ ἴδε ἅλμα ΙΙ.
|lstext='''ἅλλομαι''': παρατ. ἡλλόμην, Ξεν., κτλ.: μέλλ. ἁλοῦμαι (ὑπερ-), Ξεν. Ἱππ. 8. 4, Δωρ. ἁλεῦμαι, Θεόκρ. 3. 25., 5. 144: ἀόρ. α΄ [[ἡλάμην]], Βατραχομ. 225 (228), Εὐρ. Ἴων 1402, Ἀριστοφ. Βάτρ. 243 (πρβλ. τὰ σύνθετα μετὰ τῶν προθ. εἰς-, ἐν-, ἐξ-), μετοχ. ἁλάμενος [ἡ α΄ συλλαβὴ μακρά,] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1395· ἀλλ’ αἱ πλάγιαι ἐγκλίσεις σχηματίζονται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐκ τοῦ ἀορ. β΄ ἡλόμην ([[ὅστις]] [[εἶναι]] [[σπάνιος]] ἐν τῇ ὁριστ.)· ὑποτ. ἅληται [ᾰ], Ἰλ. Φ. 536, Ἐπ. [[ὡσαύτως]] ἅλεται, Λ. 192· εὐκτ. ἁλοίμην, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9 (πρβλ. εἰσ-)· ἀπαρ. ἁλέσθαι, Ὀππ., κτλ.· μετοχ. ἁλόμενος [ᾰ], Αἰσχύλ. Εὐμ. 368 (λυρ.), Ξεν., κτλ.: εἰς τὸν β΄ ἀόρ. [[ὡσαύτως]] ἀνήκουσι τὸ Ἐπ. β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. πρόσ. [[ἆλσο]], [[ἆλτο]], μετοχ. ἄλμενος μόνον ἐν συνθέτοις, ἐκτὸς τοῦ ἅλμενος ἐν Ὀππ. Ἁλ. 5. 666 (οὗτοι δὲ [[εἶναι]] οἱ μόνοι τύποι οἱ ψιλούμενοι). (Ἐκ τῆς √ΑΛ παράγονται καὶ τὰ ἑξῆς: ἅλμα, ἅλσις, ἁλτήρ· πρβλ. Σανσκρ. sar (ire, fluere), Ζενδ. har (ire)· Λατ. sal-io, sal-tus, sal-to, sal-ax. ― Ἐν Βοιωτικῇ τινι ἐπιγρ. (Keil. σελ. 69) ὑπάρχει Ἐπι-ϝάλτης ὡς εἰ ἡ [[ῥίζα]] ἦν ϝαλ.). Ἀναπηδῶ, τινάσσομαι, σκιρτῶ, [[κυρίως]] ἐπὶ ἐμψύχων ὄντων, μή… ἐς [[τεῖχος]] ἅληται, Ἰλ. Φ. 536· [[ἐπεὶ]] κ’… εἰς ἵππους ἅλεται (Ἐπ. ἀντὶ -ηται) Λ. 192· εἰς ἅλα [[ἆλτο]], Α. 532, (ἀλλὰ ἥλατο πόντον, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 195)· ἐξ ὀχέων… [[ἆλτο]] [[χαμᾶζε]], Ἰλ. Ζ. 103· [[ἆλτο]] κατ’ Οὐλύμπου, Σ. 616· ― ἅλλεσθαι ἐπί τινι = ἐπιπηδῶ, ἐφορμῶ κατά τινος, Φ. 174, Ὀδ. Χ. 80· ἐπὶ στίχας, Ἰλ. Υ. 353: ― μετ’ ἀπαρ., [[ἆλτο]] θέειν, πέτεσθαι, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 390, εἰς Ἀπόλλ. 448: ― ἀπολ. ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 8. 4. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἆλτο]] [[ὀϊστός]], Ἰλ. Δ. 125· ἐπὶ ἤχου, Πλάτ. Φαῖδρ. 255C· ἐπὶ μελῶν τοῦ σώματος = πάλλομαι, ἅλλεται [[ὀφθαλμός]], «παίζει τὸ μάτι μου», Θεόκρ. 3. 37, πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 24, 2, καὶ ἴδε ἅλμα ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[ἡλλόμην]], <i>f.</i> [[ἁλοῦμαι]], <i>ao.</i> [[ἡλάμην]];<br />sauter, bondir, s'élancer : ἀφ’ ἵππων, [[ἐξ]] ἵππων IL d'un char ; [[ἐπί]] τινι OD sauter sur qqn, s'élancer contre qqn ; [[εἰς]] ἵππους IL sauter sur son char.<br />'''Étymologie:''' p. *ἅλjομαι sauter, de la R. Ἁλ p. Σαλ, <i>lat.</i> salio.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth