Anonymous

ἄποινα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0304.png Seite 304]] ων, τά, (verwandt [[ποινή]], [[φόνος]], [[φόνιος]], πέφνειν; die Natur des α zweifelhaft), Lösegeld, für Kriegsgefangene, Hom. oft, nur in der Ilias, gen. ἀποίνων 11, 106, sonst immer in der Form [[ἄποινα]]; τινός, Lösegeld für Jem., υἷος ἄπ. Iliad. 2, 230, κούρης ἄπ. 1, 111; νεκροῖο [[ἄποινα]], für die Auslieferung des Leichnams, 24. 137; ἀγλαὰ ἄπ. 1, 23. 111, ἀεικέα ἄπ. 24, 594, ἄξια ἄπ. 6, 46, ἀπερείσια ἄπ. 1, 13, [[εἰκοσινήριτα]] ἄπ. 22, 349; überh. Entschädigung, Ersatz 9, 120. 19, 138. In Solons Gesetzen: Blutgeld für einen Erschlagenen, um die Blutrache der nächsten Verwandten abzukaufen, vgl. Plat. Legg. IX, 862 c. – Vergeltung, ὕβρεως, μιασμάτων, Aesch. Pers. 794; Ag. 1394; auch im guten Sinne, Belohnung, Preis, ἁρετᾶς, εὐκλεῶν ἔργων, νίκας, Pind. P. 2, 14 I. 3, 7. 7, 4. – Auch in Prosa, Her. 4, 79. 9, 120; Plat. Rep. III, 393 e u. sonst, obwohl es Th. Mag. für poetisch erkl.; Dem. 23, 33 sagt: [[ἄποινα]] τὰ χρήματα ὠνόμαζον οἱ παλαιοί Davon
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0304.png Seite 304]] ων, τά, (verwandt [[ποινή]], [[φόνος]], [[φόνιος]], πέφνειν; die Natur des α zweifelhaft), Lösegeld, für Kriegsgefangene, Hom. oft, nur in der Ilias, gen. ἀποίνων 11, 106, sonst immer in der Form [[ἄποινα]]; τινός, Lösegeld für Jem., υἷος ἄπ. Iliad. 2, 230, κούρης ἄπ. 1, 111; νεκροῖο [[ἄποινα]], für die Auslieferung des Leichnams, 24. 137; ἀγλαὰ ἄπ. 1, 23. 111, ἀεικέα ἄπ. 24, 594, ἄξια ἄπ. 6, 46, ἀπερείσια ἄπ. 1, 13, [[εἰκοσινήριτα]] ἄπ. 22, 349; überh. Entschädigung, Ersatz 9, 120. 19, 138. In Solons Gesetzen: Blutgeld für einen Erschlagenen, um die Blutrache der nächsten Verwandten abzukaufen, vgl. Plat. Legg. IX, 862 c. – Vergeltung, ὕβρεως, μιασμάτων, Aesch. Pers. 794; Ag. 1394; auch im guten Sinne, Belohnung, Preis, ἁρετᾶς, εὐκλεῶν ἔργων, νίκας, Pind. P. 2, 14 I. 3, 7. 7, 4. – Auch in Prosa, Her. 4, 79. 9, 120; Plat. Rep. III, 393 e u. sonst, obwohl es Th. Mag. für poetisch erkl.; Dem. 23, 33 sagt: [[ἄποινα]] τὰ χρήματα ὠνόμαζον οἱ παλαιοί Davon
}}
{{bailly
|btext=ῶν ([[τά]]) :<br />rançon ; τῆς σῆς σφαγῆς [[ἄποινα]] EUR comme rachat de ton immolation, pour tenir lieu de ton sang non versé ; <i>en gén.</i> expiation.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ποινή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄποινα''': -ων, τά: (πιθανῶς ἐκ τοῦ α εὐφων., ποινὴ καὶ [[ἑπομένως]] σχεδὸν = [[ποινή]], ποιναί· πρβλ. τὴν φράσιν, τὰ χρήματα [[ἄποινα]] ὠνόμαζον οἱ παλαιοὶ Δημ. 630, ἐν τέλ.: Ι. παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ἰλ.), πολὺ ὅμοιον τῷ λύτρα, [[εἴτε]] πρὸς ἀνάκτησιν τῆς ἐλευθερίας αἰχμαλωτισθέντος, ὡς φέρων ἀπερείσι’ ἀπ. Ἰλ. Α. 13· οὐκ ἀπεδέξατ’ ἄπ. [[αὐτόθι]] 95, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἡρόδ. 6. 79· [[εἴτε]] ὡς τὸ [[ζωάγρια]], [[ὅπως]] ἐξαγοράσῃ τις τὴν [[ἑαυτοῦ]] ζωήν, Ἰλ. Ζ. 49, Κ. 380, κτλ., πρβλ. Θέογν. 727· ἢ πρὸς ἀνάκτησιν τοῦ νεκροῦ σώματος φονευθέντος φίλου, ὅς ἄπ. φέροι καὶ νεκρὸν ἄγοιτο Ἰλ. Ω. 139· - [[συχνάκις]] μετὰ γεν. τοῦ ἐξαγοραζομένου προσώπου, [[ἄποινα]] κούρης, υἷος, λύτρα διὰ τὴν κόρην, διὰ τὸν [[υἱόν]], Α. 111, Β. 230· νεκροῖο δὲ δέξαι ἄπ. Ω. 137. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἐξιλέωσις]], ἀποζημίωσις, [[ποινή]], ἄψ [[ἐθέλω]] [[ἀρέσαι]] δόμεναί τ’ ἀπερείσι’ ἄπ. Ι. 120, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 120: ἰδίως κατὰ τοὺς νόμους τοῦ Σόλωνος, τὸ [[πρόστιμον]] τὸ ὀφειλόμενον ὑπὸ τοῦ φονέως εἰς τὸν πλησιαίτατον συγγενῆ ὡς τὸ παλαιὸν Σκανδιναυικὸν καὶ Σαξονικὸν weregild, Πλάτ. Νόμ. 862C· ὕβρεως, μιασμάτων, μωρίας ἀπ. διὰ βίαν, ὕβριν, κτλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 808, Ἀγ. 1420, 1670, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 516, Ἄλκ. 7· ἐν Ι. Τ. 1459 τῆς σῆς σφαγῆς [[ἄποινα]] πιθ. σημαίνει ἀπολύτρωσιν, διάσωσιν ἀπὸ τοῦ θανάτου, σπάνιον παρὰ πεζοῖς· ἀποίνοις ἐξιλασθῆναι Πλάτ. Νόμ. 862C, πρβλ. Πολ. 393Ε. 2) ὁ Πίνδ. [[πολλάκις]] μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀνταμοιβή, κατὰ τὸ πλεῖστον ἀπολ., μετὰ γεν. ἀνταμοιβή, ἀμοιβὴ δια.., ἄποιν’ ἀρετᾶς Π. 2. 26: - καθ’ ἑνικὸν ἀριθμ., τοῦτο γὰρ ἀντ’ ἀγαθοῖο νόου εἴληχεν [[ἄποινον]] Συλλογ. Ἐπιγρ. 6280Β. 10.
|lstext='''ἄποινα''': -ων, τά: (πιθανῶς ἐκ τοῦ α εὐφων., ποινὴ καὶ [[ἑπομένως]] σχεδὸν = [[ποινή]], ποιναί· πρβλ. τὴν φράσιν, τὰ χρήματα [[ἄποινα]] ὠνόμαζον οἱ παλαιοὶ Δημ. 630, ἐν τέλ.: Ι. παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ἰλ.), πολὺ ὅμοιον τῷ λύτρα, [[εἴτε]] πρὸς ἀνάκτησιν τῆς ἐλευθερίας αἰχμαλωτισθέντος, ὡς φέρων ἀπερείσι’ ἀπ. Ἰλ. Α. 13· οὐκ ἀπεδέξατ’ ἄπ. [[αὐτόθι]] 95, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἡρόδ. 6. 79· [[εἴτε]] ὡς τὸ [[ζωάγρια]], [[ὅπως]] ἐξαγοράσῃ τις τὴν [[ἑαυτοῦ]] ζωήν, Ἰλ. Ζ. 49, Κ. 380, κτλ., πρβλ. Θέογν. 727· ἢ πρὸς ἀνάκτησιν τοῦ νεκροῦ σώματος φονευθέντος φίλου, ὅς ἄπ. φέροι καὶ νεκρὸν ἄγοιτο Ἰλ. Ω. 139· - [[συχνάκις]] μετὰ γεν. τοῦ ἐξαγοραζομένου προσώπου, [[ἄποινα]] κούρης, υἷος, λύτρα διὰ τὴν κόρην, διὰ τὸν [[υἱόν]], Α. 111, Β. 230· νεκροῖο δὲ δέξαι ἄπ. Ω. 137. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἐξιλέωσις]], ἀποζημίωσις, [[ποινή]], ἄψ [[ἐθέλω]] [[ἀρέσαι]] δόμεναί τ’ ἀπερείσι’ ἄπ. Ι. 120, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 120: ἰδίως κατὰ τοὺς νόμους τοῦ Σόλωνος, τὸ [[πρόστιμον]] τὸ ὀφειλόμενον ὑπὸ τοῦ φονέως εἰς τὸν πλησιαίτατον συγγενῆ ὡς τὸ παλαιὸν Σκανδιναυικὸν καὶ Σαξονικὸν weregild, Πλάτ. Νόμ. 862C· ὕβρεως, μιασμάτων, μωρίας ἀπ. διὰ βίαν, ὕβριν, κτλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 808, Ἀγ. 1420, 1670, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 516, Ἄλκ. 7· ἐν Ι. Τ. 1459 τῆς σῆς σφαγῆς [[ἄποινα]] πιθ. σημαίνει ἀπολύτρωσιν, διάσωσιν ἀπὸ τοῦ θανάτου, σπάνιον παρὰ πεζοῖς· ἀποίνοις ἐξιλασθῆναι Πλάτ. Νόμ. 862C, πρβλ. Πολ. 393Ε. 2) ὁ Πίνδ. [[πολλάκις]] μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀνταμοιβή, κατὰ τὸ πλεῖστον ἀπολ., μετὰ γεν. ἀνταμοιβή, ἀμοιβὴ δια.., ἄποιν’ ἀρετᾶς Π. 2. 26: - καθ’ ἑνικὸν ἀριθμ., τοῦτο γὰρ ἀντ’ ἀγαθοῖο νόου εἴληχεν [[ἄποινον]] Συλλογ. Ἐπιγρ. 6280Β. 10.
}}
{{bailly
|btext=ῶν ([[τά]]) :<br />rançon ; τῆς σῆς σφαγῆς [[ἄποινα]] EUR comme rachat de ton immolation, pour tenir lieu de ton sang non versé ; <i>en gén.</i> expiation.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ποινή]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth