Anonymous

ἄελπτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0041.png Seite 41]] unverhofft, unerwartet, H. h. Cer. 219; Aesch. [[πῆμα]] Pers. 257. 985; κακόν 967; ἄελπτα πάσχειν Suppl. 885, u. sonst bei den Tragg.; κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὑδέν, man muß auf Alles gefaßt sein, Soph. Ai. 634; χρημάτων μηδὲν ἀ. Archil. frg. 30; ἐξ ἀέλπτου, unverhofft, Her. 1, 111. Bei H. h. Apoll. 91 sind ἄελπτοι ὠδῖνες, hoffnungslose, schwere. – Adv. öfter Tragg., z. B. πολλὰ ἀέλπτως κραίνουσι θεοί Eur. Alc. 1160.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0041.png Seite 41]] unverhofft, unerwartet, H. h. Cer. 219; Aesch. [[πῆμα]] Pers. 257. 985; κακόν 967; ἄελπτα πάσχειν Suppl. 885, u. sonst bei den Tragg.; κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὑδέν, man muß auf Alles gefaßt sein, Soph. Ai. 634; χρημάτων μηδὲν ἀ. Archil. frg. 30; ἐξ ἀέλπτου, unverhofft, Her. 1, 111. Bei H. h. Apoll. 91 sind ἄελπτοι ὠδῖνες, hoffnungslose, schwere. – Adv. öfter Tragg., z. B. πολλὰ ἀέλπτως κραίνουσι θεοί Eur. Alc. 1160.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> inespéré, inattendu ; [[ἐξ]] ἀέλπτου HDT, [[ἐξ]] ἀέλπτων SOPH à l'improviste;<br /><b>2</b> qui désespère, désespéré.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], ἔλπομαι.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄελπτος''': -ον, (ἔλπομαι) = [[ἀελπτής]], Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 219· ἐξ ἀέλπτου, = παρ’ ἐλπίδα, ἀπροσδοκήτως, Ἡρόδ. 1. 111· τοιαύτην σημασ. φαίνεται νὰ ἔχῃ καὶ τὸ ἐν Σοφ. Αἴ. 715, ἐξ ἀέλπτων, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 357· πῆμ’ ἄ., ἄ. κακόν, ὁ αὐτ. Πέρσ. 265, 1005· [[εἴπερ]] [[ὄψομαι]] τὰν ἄελπτον ἁμέραν, Εὐρ. Ἱκ. 785· ἄελπτα γὰρ λέγεις, ὁ αὐτ. Ἑλ. 585. 2) [[ὑπὲρ]] ἐλπίδα, [[ἄνευ]] ἐλπίδος, περὶ οὗ ἀπογινώσκει τις, Ἀρχίλ. 74, Σόλων 35, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 808. ΙΙ. ἐνεργ., ἀπελπιστικός, ἀπογνωστικός, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 91, Αἰσχύλ. Ἱκ. 907. ΙΙΙ. ἐπίρρ. [[ἀέλπτως]], = ἀνελπίστως, ἐξ ἀέλπτου, Λατ. insperato, Αἰσχύλ. Πέρσ. 261, Σοφ. Ἠλ. 1263· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, Αἰσχύλ. Ἱκ. 987· [[ὡσαύτως]] οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. Εὐρ. Φοίν. 311.
|lstext='''ἄελπτος''': -ον, (ἔλπομαι) = [[ἀελπτής]], Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 219· ἐξ ἀέλπτου, = παρ’ ἐλπίδα, ἀπροσδοκήτως, Ἡρόδ. 1. 111· τοιαύτην σημασ. φαίνεται νὰ ἔχῃ καὶ τὸ ἐν Σοφ. Αἴ. 715, ἐξ ἀέλπτων, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 357· πῆμ’ ἄ., ἄ. κακόν, ὁ αὐτ. Πέρσ. 265, 1005· [[εἴπερ]] [[ὄψομαι]] τὰν ἄελπτον ἁμέραν, Εὐρ. Ἱκ. 785· ἄελπτα γὰρ λέγεις, ὁ αὐτ. Ἑλ. 585. 2) [[ὑπὲρ]] ἐλπίδα, [[ἄνευ]] ἐλπίδος, περὶ οὗ ἀπογινώσκει τις, Ἀρχίλ. 74, Σόλων 35, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 808. ΙΙ. ἐνεργ., ἀπελπιστικός, ἀπογνωστικός, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 91, Αἰσχύλ. Ἱκ. 907. ΙΙΙ. ἐπίρρ. [[ἀέλπτως]], = ἀνελπίστως, ἐξ ἀέλπτου, Λατ. insperato, Αἰσχύλ. Πέρσ. 261, Σοφ. Ἠλ. 1263· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, Αἰσχύλ. Ἱκ. 987· [[ὡσαύτως]] οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. Εὐρ. Φοίν. 311.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> inespéré, inattendu ; [[ἐξ]] ἀέλπτου HDT, [[ἐξ]] ἀέλπτων SOPH à l'improviste;<br /><b>2</b> qui désespère, désespéré.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], ἔλπομαι.
}}
}}
{{lsm
{{lsm