Anonymous

ἄφετος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0409.png Seite 409]] losgelassen, frei, ἀλᾶσθαι Aesch. Prom. 669; von heiligen Heerden, die frei von aller Arbeit, im heiligen Gebiete weiden, Plat. Critia 119 d; ἀφέτων ὄντων ταύρων ἐν τῷ τοῦ Ποσειδῶνος ἱερῷ; so νέμεσθαι [[ὥσπερ]] ἄφετοι Prot. 320 a; übh. heilig, ἡμέραι, an welchen öffentliche Geschäfte ruhen, Poll. 1, 36; γυναῖκες ἄφετοι οὖσαι τοῖς ἐντυχοῦσιν Ath. XII, 516 a, heiliger Brauch. Vgl. Eur. Ion. 822 ἐν θεοῦ δόμοισιν [[ἄφετος]] παιδεύεται; – [[νομή]], [[δρόμος]], frei, Plut. Lys. 20 Cleom. 34; [[πλόκαμος]], [[πέπλος]], fliegend, flatternd, Sp. Aber λόγοι, weitschweifig, Luc. Tox. 56.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0409.png Seite 409]] losgelassen, frei, ἀλᾶσθαι Aesch. Prom. 669; von heiligen Heerden, die frei von aller Arbeit, im heiligen Gebiete weiden, Plat. Critia 119 d; ἀφέτων ὄντων ταύρων ἐν τῷ τοῦ Ποσειδῶνος ἱερῷ; so νέμεσθαι [[ὥσπερ]] ἄφετοι Prot. 320 a; übh. heilig, ἡμέραι, an welchen öffentliche Geschäfte ruhen, Poll. 1, 36; γυναῖκες ἄφετοι οὖσαι τοῖς ἐντυχοῦσιν Ath. XII, 516 a, heiliger Brauch. Vgl. Eur. Ion. 822 ἐν θεοῦ δόμοισιν [[ἄφετος]] παιδεύεται; – [[νομή]], [[δρόμος]], frei, Plut. Lys. 20 Cleom. 34; [[πλόκαμος]], [[πέπλος]], fliegend, flatternd, Sp. Aber λόγοι, weitschweifig, Luc. Tox. 56.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on laisse aller, qu’on abandonne à soi-même, <i>d'où</i><br /><b>1</b> qu’on laisse paître en liberté <i>en parl. des animaux consacrés et affranchis de tout travail ; p. anal. en parl. de pers.</i> consacré à qqe divinité et affranchi de tout travail;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> [[ἄφετος]] [[νομή]] PLUT pâturage libre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφίημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄφετος''': -ον, ([[ἀφίημι]]) ὁ ἀφειμένος [[ἐλεύθερος]], ἀφεθεὶς [[ἐλεύθερος]] νὰ περιφέρηται [[ὅπου]] καὶ ἃν θέλῃ καὶ νὰ βόσκηται, [[κυρίως]] ἐπὶ ἱερῶν κτηνῶν, [[οἷον]] βοῶν, δαμάλεων, κλ., ἀφ ἀλᾶσθαι γῆς ἐπ’ ἐσχάτοις ὅροις Αἰσχύλ. Πρ. 666· ἀφέτων ὄντων ταύρων ἐν τῷ... ἱερῷ Πλάτ. Κριτίας 119D· νέμονται [[ὥσπερ]] ἄφετοι ὁ αὐτ. Πρωτ. 320Α, πρβλ. Πολ. 498C, Ἰσοκρ. 108Α, Καλλ. εἰς Δῆλ. 36. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀφιερωμένος εἴς τινα θεόν, ἀπηλλαγμένος τῶν μεριμνῶν τοῦ βίου, Εὐρ. Ἴων 822, Πλούτ. 2. 768Α. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀφ. ἡμέραι, ἡμέραι [[ἀργίας]], Πολυδ. Α΄, 36· νομὴ ἄφ., ἐλευθέρα [[βοσκή]], Πλούτ. Λύσ. 20. 3) τὸ ἄφετον, ἡ [[ἀκολασία]], Κύριλλ. 315Ε· τὸ ἄφ. τῆς [[κόμης]] Λουκ. π. Οἰκ. 7. ― Ἐπίρρ., [[ἀφέτως]] ὁρμᾶν, [[ἐλευθέρως]], [[ἀκωλύτως]], Φίλων 1. 135. 4) ἐπὶ ὕφους, [[χαλαρός]], [[διεξοδικός]], Λουκ. Τόξ. 56. ΙΙΙ. Ἀφέται ἢ Ἀφεταὶ [[χῶρος]] ἐν τῷ κόλπῳ... τῆς Μαγνησίης, [[ἔνθα]] λέγεται τὸν Ἡρακλέα καταλειφθῆναι ὑπὸ Ἰήσονος... [[ἐνθεῦτεν]] γὰρ ἔμελλον... ἐς τὸ [[πέλαγος]] ἀπήσειν, ἐπὶ τούτου δὲ τῷ χώρῳ [[οὔνομα]] γέγονε Ἀφεταὶ Ἡρόδ. 7. 193· ― «Ἀφεταί, [[πόλις]] τῆς Μαγνησίας... ὅτι [[ἐντεῦθεν]] δευτέραν ἄφεσιν ἡ [[Ἀργώ]] ἐποιήσατο...» Στ. Βυζ. ἐν λέξει. (Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 475 κἑξ., Δινδ. π. τῆς Διαλέκτ. Ἡροδ. σ. VI.).
|lstext='''ἄφετος''': -ον, ([[ἀφίημι]]) ὁ ἀφειμένος [[ἐλεύθερος]], ἀφεθεὶς [[ἐλεύθερος]] νὰ περιφέρηται [[ὅπου]] καὶ ἃν θέλῃ καὶ νὰ βόσκηται, [[κυρίως]] ἐπὶ ἱερῶν κτηνῶν, [[οἷον]] βοῶν, δαμάλεων, κλ., ἀφ ἀλᾶσθαι γῆς ἐπ’ ἐσχάτοις ὅροις Αἰσχύλ. Πρ. 666· ἀφέτων ὄντων ταύρων ἐν τῷ... ἱερῷ Πλάτ. Κριτίας 119D· νέμονται [[ὥσπερ]] ἄφετοι ὁ αὐτ. Πρωτ. 320Α, πρβλ. Πολ. 498C, Ἰσοκρ. 108Α, Καλλ. εἰς Δῆλ. 36. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀφιερωμένος εἴς τινα θεόν, ἀπηλλαγμένος τῶν μεριμνῶν τοῦ βίου, Εὐρ. Ἴων 822, Πλούτ. 2. 768Α. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀφ. ἡμέραι, ἡμέραι [[ἀργίας]], Πολυδ. Α΄, 36· νομὴ ἄφ., ἐλευθέρα [[βοσκή]], Πλούτ. Λύσ. 20. 3) τὸ ἄφετον, ἡ [[ἀκολασία]], Κύριλλ. 315Ε· τὸ ἄφ. τῆς [[κόμης]] Λουκ. π. Οἰκ. 7. ― Ἐπίρρ., [[ἀφέτως]] ὁρμᾶν, [[ἐλευθέρως]], [[ἀκωλύτως]], Φίλων 1. 135. 4) ἐπὶ ὕφους, [[χαλαρός]], [[διεξοδικός]], Λουκ. Τόξ. 56. ΙΙΙ. Ἀφέται ἢ Ἀφεταὶ [[χῶρος]] ἐν τῷ κόλπῳ... τῆς Μαγνησίης, [[ἔνθα]] λέγεται τὸν Ἡρακλέα καταλειφθῆναι ὑπὸ Ἰήσονος... [[ἐνθεῦτεν]] γὰρ ἔμελλον... ἐς τὸ [[πέλαγος]] ἀπήσειν, ἐπὶ τούτου δὲ τῷ χώρῳ [[οὔνομα]] γέγονε Ἀφεταὶ Ἡρόδ. 7. 193· ― «Ἀφεταί, [[πόλις]] τῆς Μαγνησίας... ὅτι [[ἐντεῦθεν]] δευτέραν ἄφεσιν ἡ [[Ἀργώ]] ἐποιήσατο...» Στ. Βυζ. ἐν λέξει. (Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 475 κἑξ., Δινδ. π. τῆς Διαλέκτ. Ἡροδ. σ. VI.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on laisse aller, qu’on abandonne à soi-même, <i>d'où</i><br /><b>1</b> qu’on laisse paître en liberté <i>en parl. des animaux consacrés et affranchis de tout travail ; p. anal. en parl. de pers.</i> consacré à qqe divinité et affranchi de tout travail;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> [[ἄφετος]] [[νομή]] PLUT pâturage libre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφίημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml