3,277,291
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0775.png Seite 775]] eine Stadt durch eine Belagerung einnehmen, erobern; Thuc. 1, 94; προσκαθεζόμενοι λιμῷ 1, 134; Xen. Hell. 7, 4, 18; βουλομένων τῶν [[τριάκοντα]] ἀποτειχίζειν, ἵνα ἐκπολιορκήσειαν αὐτούς, um sie durch Belagerung zur Übergabe zu zwingen, 2, 4, 3; ἐξεπολιορκήθησαν Thuc. 1, 117; ἐκ τοῦ Βυζαντίου βίᾳ ἐκπολιορκηθείς 1, 131, nach Schol. τῇ πολιορκίᾳ ἐκβληθείς. Bei Sp. übertr., λόγῳ τινά. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0775.png Seite 775]] eine Stadt durch eine Belagerung einnehmen, erobern; Thuc. 1, 94; προσκαθεζόμενοι λιμῷ 1, 134; Xen. Hell. 7, 4, 18; βουλομένων τῶν [[τριάκοντα]] ἀποτειχίζειν, ἵνα ἐκπολιορκήσειαν αὐτούς, um sie durch Belagerung zur Übergabe zu zwingen, 2, 4, 3; ἐξεπολιορκήθησαν Thuc. 1, 117; ἐκ τοῦ Βυζαντίου βίᾳ ἐκπολιορκηθείς 1, 131, nach Schol. τῇ πολιορκίᾳ ἐκβληθείς. Bei Sp. übertr., λόγῳ τινά. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />réduire <i>ou</i> prendre après un siège ; <i>Pass.</i> être forcé de capituler après un siège.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πολιορκέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκπολιορκέω''': [[ἐξαναγκάζω]] πολιορκουμένην πόλιν νὰ παραδοθῇ, [[ἀναγκάζω]] νὰ συνθηκολογήσῃ, Θουκ. 1. 94, 134, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 3, κτλ. - Παθ., ἀναγκάζομαι νὰ παραδοθῶ, Θουκ. 1. 117· ἐκ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθῆναι [[αὐτόθι]] 131. | |lstext='''ἐκπολιορκέω''': [[ἐξαναγκάζω]] πολιορκουμένην πόλιν νὰ παραδοθῇ, [[ἀναγκάζω]] νὰ συνθηκολογήσῃ, Θουκ. 1. 94, 134, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 3, κτλ. - Παθ., ἀναγκάζομαι νὰ παραδοθῶ, Θουκ. 1. 117· ἐκ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθῆναι [[αὐτόθι]] 131. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |