Anonymous

ἐκδικέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0757.png Seite 757]] bestrafen, τινά, Apolld. 2, 5, 11; rächen, φόνον Ath. XIII, 560 e u. a. Sp.; τινὰ ἀπὸ τοῦ ἀντιδίκου, vertheidigen, N. T. – Bei Schol. Ar. Plut. 627 c. dat., ἐκδικῆσαι τῷ Θησεῖ, Genugthuung geben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0757.png Seite 757]] bestrafen, τινά, Apolld. 2, 5, 11; rächen, φόνον Ath. XIII, 560 e u. a. Sp.; τινὰ ἀπὸ τοῦ ἀντιδίκου, vertheidigen, N. T. – Bei Schol. Ar. Plut. 627 c. dat., ἐκδικῆσαι τῷ Θησεῖ, Genugthuung geben.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />réclamer justice <i>ou</i> tirer vengeance de ; punir, se venger de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἔκδικος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκδῐκέω''': ἐκδικῶ, τιμωρῶ, τι Ἀθήν. 560Ε, Ἐπιστ. Β΄ π. Κοριθ. ι΄, 6· ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἀπαιτῶ ποινήν, ἐκδίκησιν, διά τι [[ἔγκλημα]], Ἑβδ. (Β. Βασιλ. Δ΄, 7), Καιν. Διαθ. ΙΙ. [[λαμβάνω]] ἐκδίκησιν [[ὑπὲρ]] ἄλλου, Ἀπολλόδ. 2. 5, 11· ἑαυτοὺς Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 19, κτλ.· ἐκδικῶ τινα ἀπό τινος, ἐκδίκησόν με ἀπὸ τοῦ ἀντιδίκου μου Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 3. 2) ἐνεργῶ, [[πράττω]] ὡς [[ἔκδικος]] (ΙΙ. 2), Συλλ. Ἐπιγρ. 2824-50, κ. ἀλλ., ἴδε Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη ἐν λέξει ἐκδικήσαντα. ΙΙΙ. ἐκδ. τινί, ἀνταποδίδω, ἀντιποιῶ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 627.
|lstext='''ἐκδῐκέω''': ἐκδικῶ, τιμωρῶ, τι Ἀθήν. 560Ε, Ἐπιστ. Β΄ π. Κοριθ. ι΄, 6· ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἀπαιτῶ ποινήν, ἐκδίκησιν, διά τι [[ἔγκλημα]], Ἑβδ. (Β. Βασιλ. Δ΄, 7), Καιν. Διαθ. ΙΙ. [[λαμβάνω]] ἐκδίκησιν [[ὑπὲρ]] ἄλλου, Ἀπολλόδ. 2. 5, 11· ἑαυτοὺς Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 19, κτλ.· ἐκδικῶ τινα ἀπό τινος, ἐκδίκησόν με ἀπὸ τοῦ ἀντιδίκου μου Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 3. 2) ἐνεργῶ, [[πράττω]] ὡς [[ἔκδικος]] (ΙΙ. 2), Συλλ. Ἐπιγρ. 2824-50, κ. ἀλλ., ἴδε Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη ἐν λέξει ἐκδικήσαντα. ΙΙΙ. ἐκδ. τινί, ἀνταποδίδω, ἀντιποιῶ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 627.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />réclamer justice <i>ou</i> tirer vengeance de ; punir, se venger de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἔκδικος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR