Anonymous

ἐκδικέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />réclamer justice <i>ou</i> tirer vengeance de ; punir, se venger de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἔκδικος]].
|btext=-ῶ :<br />réclamer justice <i>ou</i> tirer vengeance de ; punir, se venger de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἔκδικος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκδῐκέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[карать]], [[мстить]] (τὴν ὕβριν Diod.; τὸν θάνατόν τινος Plut.): ἐ. ἑαυτόν NT мстить за себя;<br /><b class="num">2)</b> [[защищать]] (τινα [[ἀπό]] τινος NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκδῐκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἔκδικος]])·<br /><b class="num">I.</b> εκδικούμαι, [[τιμωρώ]] [[έγκλημα]], σε Καινή Διαθήκη· επίσης, [[απαιτώ]] [[εκδίκηση]] για ένα [[έγκλημα]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> εκδικούμαι κάποιον, στο ίδ.· <i>ἐκδ. τινὰ από τινος</i>, εκδικούμαι κάποιον για λογαριασμό κάποιου άλλου, στο ίδ.
|lsmtext='''ἐκδῐκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἔκδικος]])·<br /><b class="num">I.</b> εκδικούμαι, [[τιμωρώ]] [[έγκλημα]], σε Καινή Διαθήκη· επίσης, [[απαιτώ]] [[εκδίκηση]] για ένα [[έγκλημα]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> εκδικούμαι κάποιον, στο ίδ.· <i>ἐκδ. τινὰ από τινος</i>, εκδικούμαι κάποιον για λογαριασμό κάποιου άλλου, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκδῐκέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[карать]], [[мстить]] (τὴν ὕβριν Diod.; τὸν θάνατόν τινος Plut.): ἐ. ἑαυτόν NT мстить за себя;<br /><b class="num">2)</b> [[защищать]] (τινα [[ἀπό]] τινος NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj