3,277,121
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0808.png Seite 808]] (s. [[μένω]]), bleiben, verweilen in Etwas; μελάθροις Eur. frg.; ἐν τῇ κεφαλῇ Arr. Eccl. 1120; ἐν τῇ τάξει Plat. Legg. VIII, 844 c; ἐν τοῖς πολίσμασι Xen. An. 4, 7, 16; ἐν τοῖς τόποις Dem. 12, 21 (ep. Phil.); ohne Casus, Thuc. 8, 31 u. A.; – beharren bei Etwas, treu dabei bleiben, τῷ κηρύγματι, νόμῳ, Soph. O. R. 352 Ai. 343; τῇ ξυμμαχίᾳ, Thuc. 5, 47; τοῖς νόμοις, ὅρκοις, συνθήκαις, Isocr. 1, 13. 4, 81, treu daran halten, sie beobachten (vgl. Aesch. [[ὅρκος]] ἐμμένει πιστώμασιν, Eum. 971); τῷ τιμήματι Plat. Apol. 39 b; τῇ ὁμολογίᾳ Theaet. 145 c; λόγῳ u. ä.; τῇ προαιρέσει, bei seinem Vorhaben, Arist. Eth. 7, 9, 1. – Selten ist in diesen Vrbdgn ἐν, z. B. ἐν ταῖς σπονδαῖς, Thuc. 4, 118; ἐν τῇ πίστει, ἐν ταῖς συνθήκαις, Pol. 3, 70, 4. 5, 3, 7. – Auch Καρχηδονίοις, bei den Karthagern treu verbleiben, ihnen treu anhangen, App. Hisp. 24 Hannib. 35. – Von Sachen, bestehen, dauern, τέσσαρα καὶ [[δέκα]] ἔτη ἐνέμειναν οἱ τριακοντούτεις σπονδαί Thuc. 2, 1; τὸ σιδηροφορεῖσθαι ἐμμεμένηκε τούτοις, ist geblieben, Gewohnheit geworden, 1, 5; vgl. Xen. Cyr. 1, 2, 16; ἐμμένει ὁ [[νόμος]] Plat. Legg. VII, 839 c; ἐὰν [[οὗτος]] ὁ [[λόγος]] ἐμμένῃ, besteht, Gültigkeit hat, Phaedr. 258 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0808.png Seite 808]] (s. [[μένω]]), bleiben, verweilen in Etwas; μελάθροις Eur. frg.; ἐν τῇ κεφαλῇ Arr. Eccl. 1120; ἐν τῇ τάξει Plat. Legg. VIII, 844 c; ἐν τοῖς πολίσμασι Xen. An. 4, 7, 16; ἐν τοῖς τόποις Dem. 12, 21 (ep. Phil.); ohne Casus, Thuc. 8, 31 u. A.; – beharren bei Etwas, treu dabei bleiben, τῷ κηρύγματι, νόμῳ, Soph. O. R. 352 Ai. 343; τῇ ξυμμαχίᾳ, Thuc. 5, 47; τοῖς νόμοις, ὅρκοις, συνθήκαις, Isocr. 1, 13. 4, 81, treu daran halten, sie beobachten (vgl. Aesch. [[ὅρκος]] ἐμμένει πιστώμασιν, Eum. 971); τῷ τιμήματι Plat. Apol. 39 b; τῇ ὁμολογίᾳ Theaet. 145 c; λόγῳ u. ä.; τῇ προαιρέσει, bei seinem Vorhaben, Arist. Eth. 7, 9, 1. – Selten ist in diesen Vrbdgn ἐν, z. B. ἐν ταῖς σπονδαῖς, Thuc. 4, 118; ἐν τῇ πίστει, ἐν ταῖς συνθήκαις, Pol. 3, 70, 4. 5, 3, 7. – Auch Καρχηδονίοις, bei den Karthagern treu verbleiben, ihnen treu anhangen, App. Hisp. 24 Hannib. 35. – Von Sachen, bestehen, dauern, τέσσαρα καὶ [[δέκα]] ἔτη ἐνέμειναν οἱ τριακοντούτεις σπονδαί Thuc. 2, 1; τὸ σιδηροφορεῖσθαι ἐμμεμένηκε τούτοις, ist geblieben, Gewohnheit geworden, 1, 5; vgl. Xen. Cyr. 1, 2, 16; ἐμμένει ὁ [[νόμος]] Plat. Legg. VII, 839 c; ἐὰν [[οὗτος]] ὁ [[λόγος]] ἐμμένῃ, besteht, Gültigkeit hat, Phaedr. 258 b. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> rester dans;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> s'en tenir à, persévérer dans : ὁρκίοισι HDT tenir des serments ; τοῖς νόμοις XÉN observer les lois ; ταῖς συνθήκαις καὶ ταῖς σπονδαῖς THC respecter les conventions et les traités ; ἔν τινι : rester fidèle à qqn APP ; ἐμμ. [[ἐν]] σπονδαῖς THC rester fidèle à un traité;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses (amitié, traité, loi, etc.)</i> subsister, persister, se maintenir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[μένω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμμένω''': μέλλ. -μενῶ, [[διαμένω]] ἐντὸς μέρους τινός, πολὺν χρόνον μελάθροις ἐμμένειν Εὐρ. Ἀποσπ. 364. 12· ἐν τῇ κεφαλῇ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1120· ἐν τῇ Ἀττικῇ Θουκ. 2. 23· ἀπολ., ὁ αὐτ. 8. 31. 2) [[παραμένω]], [[μένω]] [[σταθερός]], [[μένω]] [[πιστός]], μετὰ δοτ., τοῖς ὁρκίοις Ἡρόδ. 9. 106· πιστώμασι Αἰσχύλ. Χο. 977, κτλ.· τῷ κηρύγματι Σοφ. Ο. Τ. 351· ὀρθῷ νόμῳ ὁ αὐτ. Αἴ. 350· ἐμμ. ταῖς συνθήκαις καὶ ταῖς σπονδαῖς, Λατ. manere in induciis, Θουκ. 5. 18· τοῖς νόμοις Ξεν. Ἀν. 4. 4, 18· τῷ τιμήματι Πλάτ. Ἀπολ. 39Β· τῇ ὁμολογίᾳ ὁ αὐτ. Θεαίτ. 145C, κτλ.· ἀξιῶν Καρχηδονίοις ἐμμένειν, νὰ ἐμμένωσι πισταὶ (αἱ πόλεις) εἰς τοὺς Καρχηδονίους, Ἀππ. Ἰβηρ. 24· [[ὡσαύτως]], ἐμμ. ἐν σπονδαῖς Θουκ. 4. 118· ἐν τῇ τάξει Πλάτ. Νόμ. 844C· - ἀπολ., [[μένω]] [[εὐσταθής]], [[πιστός]], Εὐρ. Φοίν. 1241. 3) μετὰ δοτ. ἠθικῆς, εἴ σοί γ’ [[ἅπερ]] φῇς ἐμμενεῖ, ἐὰν θὰ φυλάξῃς τὸν λόγον σου, Σοφ. Ο. Κ. 648· [[ἀλλά]] μοι τόδ’ ἐμμένοι, [[εἴθε]] νὰ μείνῃ τοῦτο διαρκῶς εἰς τὸν νοῦν μου, Αἰσχύλ. Προμ. 534, [[ἔνθα]] ὁ Ἕρμαννος μετήλλαξε τὴν γραφὴν τοῦ χειρογρ. εἰς: [[μάλα]] μοι τοῦτ’ ἐμμένοι· - εἴ σφι ἔτι ἐμμένει ἡ φιλίη Ἡρόδ. 7. 151· [[οὕτως]], ἐνέμειναν αἱ σπονδαὶ Θουκ. 2. 2· ἐμμ. ὁ [[νόμος]] Πλάτ. Νόμ. 839C· ἐὰν... ὁ [[λόγος]] ἐμμένῃ ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 258Β· τὸ σιδηροφορεῖσθαι ἐμμεμένηκεν, ἐξηκολούθησεν ὡς [[συνήθεια]], Θουκ. 1. 5. | |lstext='''ἐμμένω''': μέλλ. -μενῶ, [[διαμένω]] ἐντὸς μέρους τινός, πολὺν χρόνον μελάθροις ἐμμένειν Εὐρ. Ἀποσπ. 364. 12· ἐν τῇ κεφαλῇ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1120· ἐν τῇ Ἀττικῇ Θουκ. 2. 23· ἀπολ., ὁ αὐτ. 8. 31. 2) [[παραμένω]], [[μένω]] [[σταθερός]], [[μένω]] [[πιστός]], μετὰ δοτ., τοῖς ὁρκίοις Ἡρόδ. 9. 106· πιστώμασι Αἰσχύλ. Χο. 977, κτλ.· τῷ κηρύγματι Σοφ. Ο. Τ. 351· ὀρθῷ νόμῳ ὁ αὐτ. Αἴ. 350· ἐμμ. ταῖς συνθήκαις καὶ ταῖς σπονδαῖς, Λατ. manere in induciis, Θουκ. 5. 18· τοῖς νόμοις Ξεν. Ἀν. 4. 4, 18· τῷ τιμήματι Πλάτ. Ἀπολ. 39Β· τῇ ὁμολογίᾳ ὁ αὐτ. Θεαίτ. 145C, κτλ.· ἀξιῶν Καρχηδονίοις ἐμμένειν, νὰ ἐμμένωσι πισταὶ (αἱ πόλεις) εἰς τοὺς Καρχηδονίους, Ἀππ. Ἰβηρ. 24· [[ὡσαύτως]], ἐμμ. ἐν σπονδαῖς Θουκ. 4. 118· ἐν τῇ τάξει Πλάτ. Νόμ. 844C· - ἀπολ., [[μένω]] [[εὐσταθής]], [[πιστός]], Εὐρ. Φοίν. 1241. 3) μετὰ δοτ. ἠθικῆς, εἴ σοί γ’ [[ἅπερ]] φῇς ἐμμενεῖ, ἐὰν θὰ φυλάξῃς τὸν λόγον σου, Σοφ. Ο. Κ. 648· [[ἀλλά]] μοι τόδ’ ἐμμένοι, [[εἴθε]] νὰ μείνῃ τοῦτο διαρκῶς εἰς τὸν νοῦν μου, Αἰσχύλ. Προμ. 534, [[ἔνθα]] ὁ Ἕρμαννος μετήλλαξε τὴν γραφὴν τοῦ χειρογρ. εἰς: [[μάλα]] μοι τοῦτ’ ἐμμένοι· - εἴ σφι ἔτι ἐμμένει ἡ φιλίη Ἡρόδ. 7. 151· [[οὕτως]], ἐνέμειναν αἱ σπονδαὶ Θουκ. 2. 2· ἐμμ. ὁ [[νόμος]] Πλάτ. Νόμ. 839C· ἐὰν... ὁ [[λόγος]] ἐμμένῃ ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 258Β· τὸ σιδηροφορεῖσθαι ἐμμεμένηκεν, ἐξηκολούθησεν ὡς [[συνήθεια]], Θουκ. 1. 5. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |