Anonymous

ἐκστατικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0779.png Seite 779]] ή, όν, 1) von der Stelle bewegend; [[κίνησις]] Plut. de prim. frigid. 15; bes. den Geist verrückend oder verzückend, id. de def. orac. 40; Theophr. – 2) von seiner Stelle bewegt, leicht verzückt, verrückt, außer sich; τοῦ λογισμοῦ Arist. Eth. 7, 1, 6 u. oft; καὶ θυμώδη τὸ [[ἦθος]] part. anim. 2, 4; [[μειράκιον]] ἐκστ. καὶ παραφρονοῦν Plut. educ. lib. 3. – Adv., ἐκστατικῶς ἔχειν, neben δεδοικώς, Plut. Dion. 55.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0779.png Seite 779]] ή, όν, 1) von der Stelle bewegend; [[κίνησις]] Plut. de prim. frigid. 15; bes. den Geist verrückend oder verzückend, id. de def. orac. 40; Theophr. – 2) von seiner Stelle bewegt, leicht verzückt, verrückt, außer sich; τοῦ λογισμοῦ Arist. Eth. 7, 1, 6 u. oft; καὶ θυμώδη τὸ [[ἦθος]] part. anim. 2, 4; [[μειράκιον]] ἐκστ. καὶ παραφρονοῦν Plut. educ. lib. 3. – Adv., ἐκστατικῶς ἔχειν, neben δεδοικώς, Plut. Dion. 55.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I. 1</b> qui fait changer de place, qui dérange de;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui fait sortir de soi ; qui égare l'esprit;<br /><b>II.</b> qui est hors de soi, qui a l'esprit égaré.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξίστημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκστᾰτικός''': ἡ, όν, ἔχων τάσιν πρὸς ἀπομάκρυνσιν ἀπό τινος, τοῦ λογισμοῦ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1. 6 καὶ ἀπολ., ἄστατος, ἀντίθετον τῷ ἐμμενετικὸς τῇ δόξῃ [[αὐτόθι]] 7. 8, 5, πρβλ. 7. 2. 7. 2) ὁ ἐκτὸς [[ἑαυτοῦ]] γενόμενος, ὁ ἔξω φρενῶν, ἐκστ. διὰ τὸν θυμὸν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 5· ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, ὁ αὐτ. Προβλ. 30. 1, 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐκστατικῶς ἔχων καὶ δεδοικὼς Πλουτ. Δίων 55. ΙΙ ἐνεργ., ἱκανὸς πρὸς μετατόπισην ἢ μετακίνησιν, τινος Πλούτ. 2. 951D: ὁ προξενῶν ἔκστασιν, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 4.
|lstext='''ἐκστᾰτικός''': ἡ, όν, ἔχων τάσιν πρὸς ἀπομάκρυνσιν ἀπό τινος, τοῦ λογισμοῦ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1. 6 καὶ ἀπολ., ἄστατος, ἀντίθετον τῷ ἐμμενετικὸς τῇ δόξῃ [[αὐτόθι]] 7. 8, 5, πρβλ. 7. 2. 7. 2) ὁ ἐκτὸς [[ἑαυτοῦ]] γενόμενος, ὁ ἔξω φρενῶν, ἐκστ. διὰ τὸν θυμὸν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 5· ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, ὁ αὐτ. Προβλ. 30. 1, 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐκστατικῶς ἔχων καὶ δεδοικὼς Πλουτ. Δίων 55. ΙΙ ἐνεργ., ἱκανὸς πρὸς μετατόπισην ἢ μετακίνησιν, τινος Πλούτ. 2. 951D: ὁ προξενῶν ἔκστασιν, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 4.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I. 1</b> qui fait changer de place, qui dérange de;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui fait sortir de soi ; qui égare l'esprit;<br /><b>II.</b> qui est hors de soi, qui a l'esprit égaré.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξίστημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml