3,274,873
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0789.png Seite 789]] att. [[ἐλαττόω]], kleiner, geringer, schlechter machen, beeinträchtigen, verringern, im Ggstz von προστιθέναι, Thuc. 3, 42; τὴν πόλιν Lys. 13, 9; τινά, Isocr. 4, 176 u. Sp., wie τὴν βασιλείαν Pol. 16, 21, 5; φίλους Plut. Ages. 8. Häufiger im pass., geringer werden, im Werth herabsinken; Thuc. 2, 62; nachstehen, τινός, Plat. Georg. 459 c; nachgeben, weichen, Rep. VIII, 549 c; καὶ συγχωρεῖν Dem. 56, 14; beeinträchtigt werden, ἐλασσωθήσεσθαι Thuc. 5, 34; ὑπό τινος, Xen. Hell. 3, 4, 10 u. Sp.; τῷ πολέμῳ, im Kriege den Kürzeren ziehen, Thuc. 1, 115; ἐν ταῖς ξυμβολαίαις πρὸς τοὺς ξυμμάχους δίκαις 1, 77; κατὰ τὸν ἀγῶνα Αἰσχίνου Dem. 18, 3; in vielen Vrbdgn bei Sp., gew. mit dem gen. u. absolut, besiegt werden, ἠλαττωμένος τοῖς ὄμμασι, geblendet, Pol. 17, 4, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0789.png Seite 789]] att. [[ἐλαττόω]], kleiner, geringer, schlechter machen, beeinträchtigen, verringern, im Ggstz von προστιθέναι, Thuc. 3, 42; τὴν πόλιν Lys. 13, 9; τινά, Isocr. 4, 176 u. Sp., wie τὴν βασιλείαν Pol. 16, 21, 5; φίλους Plut. Ages. 8. Häufiger im pass., geringer werden, im Werth herabsinken; Thuc. 2, 62; nachstehen, τινός, Plat. Georg. 459 c; nachgeben, weichen, Rep. VIII, 549 c; καὶ συγχωρεῖν Dem. 56, 14; beeinträchtigt werden, ἐλασσωθήσεσθαι Thuc. 5, 34; ὑπό τινος, Xen. Hell. 3, 4, 10 u. Sp.; τῷ πολέμῳ, im Kriege den Kürzeren ziehen, Thuc. 1, 115; ἐν ταῖς ξυμβολαίαις πρὸς τοὺς ξυμμάχους δίκαις 1, 77; κατὰ τὸν ἀγῶνα Αἰσχίνου Dem. 18, 3; in vielen Vrbdgn bei Sp., gew. mit dem gen. u. absolut, besiegt werden, ἠλαττωμένος τοῖς ὄμμασι, geblendet, Pol. 17, 4, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f. inus., ao.</i> ἠλάττωσα, <i>pf.</i> ἠλάττωκα;<br /><i>Pass. f.</i> ἐλαττωθήσομαι, <i>ao.</i> ἠλαττώθην, <i>pf.</i> ἠλάττωμαι;<br /><b>1</b> rendre moindre, diminuer, amoindrir;<br /><b>2</b> rendre inférieur ; <i>Pass.</i> être inférieur : τινός τινι à qqn en qch ; <i>abs.</i> être inférieur : τινι en qch ; [[τῇ]] ἐμπειρίᾳ THC en expérience ; <i>abs.</i> avoir le dessous : [[τῷ]] πολέμῳ THC par le résultat de la guerre, <i>càd</i> être vaincu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλάσσων]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐλασσόω''': Ἀττ. -ττόω: ἀόρ. ἠλάττωσα, Λυσ. 130. 31, Πολύβ.: πρκμ. ἠλάττωκα, Διον. Ἁλ., κλ.: - Παθ., μέλλ. -ωθήσομαι, Θουκ. 5. 34, Δημ. 536. 5, ἀλλὰ μέσ. μέλλ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἡρόδ. 6. 11, Θουκ. 5. 104, 105: ἀόρ. ἠλασσώθην, -ττώθην ὁ αὐτ. 1. 77, Δημ. 140. 11: πρκμ. ἠλάττωμαι Πολύβ. Κάμνω τι μικρότερον, ἐλαττώνω, σμικρύνω, [[καταβιβάζω]] τὴν πόλιν Λυσ. 130. 31, Ἰσοκρ. 162 C· μετὰ γεν., ἀφαιρῶ ἀπό τινος, μὴ προστιθέναι τιμήν, ἀλλὰ μὴ ἐλασσοῦν τῆς ὑπαρχούσης Θουκ. 3. 42. ΙΙ. Παθ. 1) ἀπολ., [[γίνομαι]] μικρότερος, ἐλαττοῦμαι, ζημιώνομαι, εἶμαι εἰς χειροτέραν κατάστασιν, ὑποβιβάζομαι, Θουκ. 2. 62., 4. 59., 5 34, 43˙ [[ὡσαύτως]], [[λαμβάνω]] ὀλιγώτερον παρ’ ὅσον δικαιοῦμαι νὰ [[λάβω]], παραχωρῶ τὰ δικαιώματά μου, ὁ αὐτ. 1. 77, Δημ. 1287. 16˙ δὲν ἐκπληρῶ τὰς υποσχέσεις μου, φέρομαι οὐχὶ εἰλικρινῶς, Ἰσοκρ. 12 D· - ἐν κόσμῳ ἠλαττωμένῳ, ἐν ἀτελεῖ καταστάσει, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 2, 19. 2) μετὰ δοτ. πράγ., ὑπολείπομαι, νικῶμαι, καταβάλλομαι εἴς τι [[πρᾶγμα]], τῷ πολέμῳ Θουκ. 1. 115Ϗ ἀποδείκνυμαι [[κατώτερος]], τῇ ἐμπειρίᾳ ὁ αὐτ. 5. 72˙ πολλαῖς ναυσὶ Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 15˙ πᾶσι τούτοις [[αὐτόθι]] 6. 2. 28˙ ἠλαττωμένος τοῖς ὄμμασι, ἐπὶ μονοφθάλμου ἀνθρώπου, Πολύβ. 17. 4. 3. 3) μετὰ γεν. προσώπου, εὑρίσκομαι εἰς χειροτέραν ἢ δυσκολωτέραν θέσιν [[παρά]] τινα ἄλλον, πολλὰ μὲν οὖν ἔγωγ’ ἐλαττοῦμαι κατὰ τουνονὶ τὸν ἀγῶνα Αἰσχίνου Δημ. 226. 13˙ ἐλαττοῦσθαὶ τινός τινι Πλάτ. Ἀλκ. 1. 121Β πρβλ. Γοργ. 459 C. Ἴδε [[ἡσσάομαι]]. | |lstext='''ἐλασσόω''': Ἀττ. -ττόω: ἀόρ. ἠλάττωσα, Λυσ. 130. 31, Πολύβ.: πρκμ. ἠλάττωκα, Διον. Ἁλ., κλ.: - Παθ., μέλλ. -ωθήσομαι, Θουκ. 5. 34, Δημ. 536. 5, ἀλλὰ μέσ. μέλλ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἡρόδ. 6. 11, Θουκ. 5. 104, 105: ἀόρ. ἠλασσώθην, -ττώθην ὁ αὐτ. 1. 77, Δημ. 140. 11: πρκμ. ἠλάττωμαι Πολύβ. Κάμνω τι μικρότερον, ἐλαττώνω, σμικρύνω, [[καταβιβάζω]] τὴν πόλιν Λυσ. 130. 31, Ἰσοκρ. 162 C· μετὰ γεν., ἀφαιρῶ ἀπό τινος, μὴ προστιθέναι τιμήν, ἀλλὰ μὴ ἐλασσοῦν τῆς ὑπαρχούσης Θουκ. 3. 42. ΙΙ. Παθ. 1) ἀπολ., [[γίνομαι]] μικρότερος, ἐλαττοῦμαι, ζημιώνομαι, εἶμαι εἰς χειροτέραν κατάστασιν, ὑποβιβάζομαι, Θουκ. 2. 62., 4. 59., 5 34, 43˙ [[ὡσαύτως]], [[λαμβάνω]] ὀλιγώτερον παρ’ ὅσον δικαιοῦμαι νὰ [[λάβω]], παραχωρῶ τὰ δικαιώματά μου, ὁ αὐτ. 1. 77, Δημ. 1287. 16˙ δὲν ἐκπληρῶ τὰς υποσχέσεις μου, φέρομαι οὐχὶ εἰλικρινῶς, Ἰσοκρ. 12 D· - ἐν κόσμῳ ἠλαττωμένῳ, ἐν ἀτελεῖ καταστάσει, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 2, 19. 2) μετὰ δοτ. πράγ., ὑπολείπομαι, νικῶμαι, καταβάλλομαι εἴς τι [[πρᾶγμα]], τῷ πολέμῳ Θουκ. 1. 115Ϗ ἀποδείκνυμαι [[κατώτερος]], τῇ ἐμπειρίᾳ ὁ αὐτ. 5. 72˙ πολλαῖς ναυσὶ Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 15˙ πᾶσι τούτοις [[αὐτόθι]] 6. 2. 28˙ ἠλαττωμένος τοῖς ὄμμασι, ἐπὶ μονοφθάλμου ἀνθρώπου, Πολύβ. 17. 4. 3. 3) μετὰ γεν. προσώπου, εὑρίσκομαι εἰς χειροτέραν ἢ δυσκολωτέραν θέσιν [[παρά]] τινα ἄλλον, πολλὰ μὲν οὖν ἔγωγ’ ἐλαττοῦμαι κατὰ τουνονὶ τὸν ἀγῶνα Αἰσχίνου Δημ. 226. 13˙ ἐλαττοῦσθαὶ τινός τινι Πλάτ. Ἀλκ. 1. 121Β πρβλ. Γοργ. 459 C. Ἴδε [[ἡσσάομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |