Anonymous

ἐνδιατρίβω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0833.png Seite 833]] darin, dabei verweilen, damit seine Zeit zubringen, Plat. Gorg. 484 c u. sonst; bes. von geistigen Beschäftigungen, λόγοις Luc. Nigr. 7; vgl. Plat. Rep. VI, 487 d; περὶ τὴν μουσικήν Ath. XIV, 623 c. – Vom Orte, Thuc. 5, 12; [[αὐτόθι]] Dem. 33, 5; τῇ χώρᾳ Pol. 3, 88; κατὰ τὴν Ἰταλίαν D. Sic. 14, 107; τοιούτοις ἀνθρώποις, unter solchen Menschen, Luc. Alex. 33; oft bei Rednern, die Zeit womit hinbringen, zögern, ἐνδιέτριβε καὶ οὐδὲν ἐποίει Dem. 48, 20; mit dem Zusatz χρόνον, Ar. Ran. 714; Thuc. 2, 85; c. partic., πλέοντες 3, 29; – ἐν τοῖς καλοῖς ἐᾶν ἐνδιατρίβειν τὴν ὄψιν, den Blick darauf verweilen lassen, Xen. Cyr. 5, 1, 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0833.png Seite 833]] darin, dabei verweilen, damit seine Zeit zubringen, Plat. Gorg. 484 c u. sonst; bes. von geistigen Beschäftigungen, λόγοις Luc. Nigr. 7; vgl. Plat. Rep. VI, 487 d; περὶ τὴν μουσικήν Ath. XIV, 623 c. – Vom Orte, Thuc. 5, 12; [[αὐτόθι]] Dem. 33, 5; τῇ χώρᾳ Pol. 3, 88; κατὰ τὴν Ἰταλίαν D. Sic. 14, 107; τοιούτοις ἀνθρώποις, unter solchen Menschen, Luc. Alex. 33; oft bei Rednern, die Zeit womit hinbringen, zögern, ἐνδιέτριβε καὶ οὐδὲν ἐποίει Dem. 48, 20; mit dem Zusatz χρόνον, Ar. Ran. 714; Thuc. 2, 85; c. partic., πλέοντες 3, 29; – ἐν τοῖς καλοῖς ἐᾶν ἐνδιατρίβειν τὴν ὄψιν, den Blick darauf verweilen lassen, Xen. Cyr. 5, 1, 15.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> employer à, occuper à : χρόνον passer son temps à qch;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> passer son temps dans ; s'attacher à : τινι à qch (à certaines coutumes, à une étude, <i>etc.) ; abs.</i> s'attacher à un point, insister sur qch (dans un discours).<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[διατρίβω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνδιατρίβω''': μέλλ. -ψω: πρκμ. -τέτρῐφα, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 7· ― δαπανῶ, [[καταναλίσκω]] τι, χρόνον ἐνδιατρίψει Ἀριστοφ. Βάτρ. 714, Θουκ. 2. 18, 85. ΙΙ. ἀπολ. (ὑπακ. χρόνον ἢ βίον), [[καταναλίσκω]] χρόνον διαμένων ἔν τινι τόπῳ, διὰ τὸ ἐνδιατρῖψαι [[αὐτόθι]] Δημ. 893. 28· τῇ χώρᾳ Πολύβ. 3. 88, 1, κτλ· ἐν τόπῳ Διόδ. 5. 44· τί [[τοίνυν]] μέμφασθαι ἄξιον Ἀλεξάνδρῳ εἰ τοιούτοις ἀνθρωπίσκοις ἐνδιατρίβειν ἠξίου; Λουκ. Ἀλεξ. 33. 2) [[διατρίβω]], [[διαμένω]] ἔν τινι τόπῳ, ἐνδιατριβόντων δὲ αὐτῶν Θουκ. 5. 12., 7. 81· ἀσχολοῦμαι εἴς τι, ἐὰν δὲ περαιτέρω τοῦ θέματος ἐνδιατρίψῃ Πλάτ. Γοργ. 484C. κτλ. 3) [[ἐμμένω]], τοῖς ἠθάσι... τοῖς ἀρχαίοις ἐνδιατρίβην Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 585, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 487D· προσηλώνω, ἐν τοῖς καλοῖς ἐᾶν τὴν ὄψιν ἐνδιατρίβειν Ξεν. Κύρ. 5. 1, 16· τούτοις (τοῖς ἔργοις καὶ λόγοις) ἐνδιατρίβοντες, ἀνακυκλοῦντες ἐν τῷ νῷ, Λουκ. Νιγρ. 7, πρβλ. Πλουτ. Περικλ. 2· κατά τι Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 17· [[περί]] τινος Ἀριστ. μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8, 16· [[περί]] τι Ἀθήν. 623Ε· ἀπολ., [[ἐπιμένω]] εἴς τι (ὁμιλῶν), Αἰσχίν. 82. 33, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 5.
|lstext='''ἐνδιατρίβω''': μέλλ. -ψω: πρκμ. -τέτρῐφα, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 7· ― δαπανῶ, [[καταναλίσκω]] τι, χρόνον ἐνδιατρίψει Ἀριστοφ. Βάτρ. 714, Θουκ. 2. 18, 85. ΙΙ. ἀπολ. (ὑπακ. χρόνον ἢ βίον), [[καταναλίσκω]] χρόνον διαμένων ἔν τινι τόπῳ, διὰ τὸ ἐνδιατρῖψαι [[αὐτόθι]] Δημ. 893. 28· τῇ χώρᾳ Πολύβ. 3. 88, 1, κτλ· ἐν τόπῳ Διόδ. 5. 44· τί [[τοίνυν]] μέμφασθαι ἄξιον Ἀλεξάνδρῳ εἰ τοιούτοις ἀνθρωπίσκοις ἐνδιατρίβειν ἠξίου; Λουκ. Ἀλεξ. 33. 2) [[διατρίβω]], [[διαμένω]] ἔν τινι τόπῳ, ἐνδιατριβόντων δὲ αὐτῶν Θουκ. 5. 12., 7. 81· ἀσχολοῦμαι εἴς τι, ἐὰν δὲ περαιτέρω τοῦ θέματος ἐνδιατρίψῃ Πλάτ. Γοργ. 484C. κτλ. 3) [[ἐμμένω]], τοῖς ἠθάσι... τοῖς ἀρχαίοις ἐνδιατρίβην Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 585, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 487D· προσηλώνω, ἐν τοῖς καλοῖς ἐᾶν τὴν ὄψιν ἐνδιατρίβειν Ξεν. Κύρ. 5. 1, 16· τούτοις (τοῖς ἔργοις καὶ λόγοις) ἐνδιατρίβοντες, ἀνακυκλοῦντες ἐν τῷ νῷ, Λουκ. Νιγρ. 7, πρβλ. Πλουτ. Περικλ. 2· κατά τι Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 17· [[περί]] τινος Ἀριστ. μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8, 16· [[περί]] τι Ἀθήν. 623Ε· ἀπολ., [[ἐπιμένω]] εἴς τι (ὁμιλῶν), Αἰσχίν. 82. 33, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 5.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> employer à, occuper à : χρόνον passer son temps à qch;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> passer son temps dans ; s'attacher à : τινι à qch (à certaines coutumes, à une étude, <i>etc.) ; abs.</i> s'attacher à un point, insister sur qch (dans un discours).<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[διατρίβω]].
}}
}}
{{grml
{{grml