Anonymous

ἐμβολή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0806.png Seite 806]] ἡ, 1) das Hineinwerfen, -fügen, ἄρθρων Hippocr.; das Einsetzen, Einschieben eines Buchstaben, Plat. Crat. 437 a. – 2) das Hineindringen, der Einfall, Xen. Cyr. 2, 3, 17; τὴν εἰς τοὺς Καρδούχους ἐμβολὴν ποιεῖσθαι An. 4, 1, 4; beim Angriff eines Schiffes der Stoß, den es mit seinem Schnabel auf die Seite des andern thut, Aesch. Pers. 401; μάχην συνάψαι ναΐοισιν ἐμβολαῖς 328; ἐμβολὴ τῶν νεῶν Thuc. 2, 89. 7, 70; vgl. [[προσβολή]]; ἐμβολὰς ἔχειν, solche Stöße u. Verletzungen dadurch empfangen haben, Xen. Hell. 4, 3, 13; – der Wurf, Schuß, ἀπ' ἰσχυρᾶς ἐμβολῆς ἀπεστέλλετο τὸ [[βέλος]] Luc. Nigr. 36; vgl. Eur. Andr. 1130; λίθ ων καὶ δοκῶν Pol. 8, 9, 3; δοράτων, ὕσσῶν, Plut. Coriol. 9 Pomp. 8. – 3) der Ort zum Eindringen, Eingang, Paß; ἡ πρὸς Θεσπιῶν Xen. Hell. 5, 4, 48. – 4) von Flüssen, die Mündung; Her. 1, 191; Plut. Ant. 41. – 5) der Balken des Mauerbrechers, an dem der Widderkopf sitzt, Thuc. 2, 76 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0806.png Seite 806]] ἡ, 1) das Hineinwerfen, -fügen, ἄρθρων Hippocr.; das Einsetzen, Einschieben eines Buchstaben, Plat. Crat. 437 a. – 2) das Hineindringen, der Einfall, Xen. Cyr. 2, 3, 17; τὴν εἰς τοὺς Καρδούχους ἐμβολὴν ποιεῖσθαι An. 4, 1, 4; beim Angriff eines Schiffes der Stoß, den es mit seinem Schnabel auf die Seite des andern thut, Aesch. Pers. 401; μάχην συνάψαι ναΐοισιν ἐμβολαῖς 328; ἐμβολὴ τῶν νεῶν Thuc. 2, 89. 7, 70; vgl. [[προσβολή]]; ἐμβολὰς ἔχειν, solche Stöße u. Verletzungen dadurch empfangen haben, Xen. Hell. 4, 3, 13; – der Wurf, Schuß, ἀπ' ἰσχυρᾶς ἐμβολῆς ἀπεστέλλετο τὸ [[βέλος]] Luc. Nigr. 36; vgl. Eur. Andr. 1130; λίθ ων καὶ δοκῶν Pol. 8, 9, 3; δοράτων, ὕσσῶν, Plut. Coriol. 9 Pomp. 8. – 3) der Ort zum Eindringen, Eingang, Paß; ἡ πρὸς Θεσπιῶν Xen. Hell. 5, 4, 48. – 4) von Flüssen, die Mündung; Her. 1, 191; Plut. Ant. 41. – 5) der Balken des Mauerbrechers, an dem der Widderkopf sitzt, Thuc. 2, 76 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de lancer sur, jet (d'un projectile, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> action de se jeter dans <i>ou</i> sur, <i>d'où</i><br /><b>1</b> choc d'un navire qui enfonce son éperon dans le flanc d'un autre : ἐμβολὰς ἔχειν XÉN recevoir de flanc le choc de l'éperon d'un navire;<br /><b>2</b> irruption sur un territoire ennemi, invasion ; <i>en gén.</i> attaque, charge;<br /><b>III.</b> lieu <i>ou</i> instrument pour se jeter dans <i>ou</i> sur :<br /><b>1</b> passage, défilé;<br /><b>2</b> embouchure d'un fleuve;<br /><b>3</b> machine d'attaque, <i>particul.</i> tête de bélier.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμβολή''': ἡ, ([[ἐμβάλλω]]) τοποθέτησις ἢ προσαρμογὴ θραυσθέντος ἢ ἐξαρθρωθέντος ὀστοῦ, «ἴσιαγμα», «βάλσιμον εἰς τὸν τόπον», Ἱππ. π. Ἀγμ. 760· [[τρόπος]] τοῦ ἐμβάλλειν, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 780 ἐν τέλει. 2) παρεμβολὴ γράμματος, Πλάτ. Κρατ. 437Α. ΙΙ. ἀμεταβ., εἰσόρμησις, εἰσβολὴ εἰς τὴν χώραν τῶν πολεμίων, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 4, κτλ.· ἡ Θηβαίων ἐμβολὴ Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9. 10. 2) [[ἐπίθεσις]], [[ἔφοδος]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 869. β) ἰδίως [[ἐπίθεσις]] πλοίου κατ’ ἄλλου, Αἰσχ. Πέρσ. 279, 336, κτλ. ([[κυρίως]] ἐμβολὴ ἐκαλεῖτο ἡ [[ἐπίθεσις]] πλοίου κατ’ ἄλλου διὰ τοῦ ἐμβόλου τῆς πρῴρας κατὰ τρόπον ἐπιστημονικόν, προσβολὴ δὲ ἡ [[ἐπίθεσις]] πλοίου κατ’ ἄλλου καθ’ οἱονδήποτε τρόπον, Θουκ. 7. 70, πρβλ. 36, ἴδε σημ. Arnold ἐν τόπῳ)· ἐμβολὰς ἔχειν, προσβάλλεσθαι δι’ ἐμβολῶν, Ξεν. Ἑλλην. 4. 3. 12· ἐμβολὰς... ἐδίδοσαν, ἐποίουν, Πολύβ. 1. 51, 6, κτλ.· ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 415, τὸ ἐμβολαῖς χαλκοστόμοις διωρθώθη ὑπὸ τοῦ Stanley εἰς ἐμβόλοις χαλκοστόμοις· πρβλ. [[ἐμβάλλω]] ΙΙ, 2, [[ἔμβολος]] 3. 3) τὸ [[κτύπημα]] βολῆς, προύτεινε τεύχη κἀφυλάσσετ’ ἐμβολὰς Εὐρ. Ἀνδρ. 1130, Πολύβ. 8, 9, 3, κτλ. 4) [[εἴσοδος]], διάβασις, πέρασμα, Ξεν. Ἑλλην. 5. 4, 48, [[ἔνθα]] ἴδε L. Dind.· ἐν Ἡροδ. 1. 191, ἡ ἐμβολὴ τοῦ ποταμοῦ ἑρμηνεύεται διὰ τῶν λέξεων τῇ ἐς τὴν πόλιν ἐσβάλλει· [[ὡσαύτως]], τὸ [[στόμιον]] ποταμοῦ, ἡ [[ἐκβολή]], Θεόφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 8, Διον. Ἁλ. 1. 45 (ἀλλ. ἐκβολαί), πρβλ. εἰσ-, ἐκ-[[βολή]]. ΙΙΙ. ἡ κεφαλὴ τοῦ πολιορκητικοῦ κριοῦ, Θουκ. 2. 76.
|lstext='''ἐμβολή''': ἡ, ([[ἐμβάλλω]]) τοποθέτησις ἢ προσαρμογὴ θραυσθέντος ἢ ἐξαρθρωθέντος ὀστοῦ, «ἴσιαγμα», «βάλσιμον εἰς τὸν τόπον», Ἱππ. π. Ἀγμ. 760· [[τρόπος]] τοῦ ἐμβάλλειν, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 780 ἐν τέλει. 2) παρεμβολὴ γράμματος, Πλάτ. Κρατ. 437Α. ΙΙ. ἀμεταβ., εἰσόρμησις, εἰσβολὴ εἰς τὴν χώραν τῶν πολεμίων, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 4, κτλ.· ἡ Θηβαίων ἐμβολὴ Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9. 10. 2) [[ἐπίθεσις]], [[ἔφοδος]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 869. β) ἰδίως [[ἐπίθεσις]] πλοίου κατ’ ἄλλου, Αἰσχ. Πέρσ. 279, 336, κτλ. ([[κυρίως]] ἐμβολὴ ἐκαλεῖτο ἡ [[ἐπίθεσις]] πλοίου κατ’ ἄλλου διὰ τοῦ ἐμβόλου τῆς πρῴρας κατὰ τρόπον ἐπιστημονικόν, προσβολὴ δὲ ἡ [[ἐπίθεσις]] πλοίου κατ’ ἄλλου καθ’ οἱονδήποτε τρόπον, Θουκ. 7. 70, πρβλ. 36, ἴδε σημ. Arnold ἐν τόπῳ)· ἐμβολὰς ἔχειν, προσβάλλεσθαι δι’ ἐμβολῶν, Ξεν. Ἑλλην. 4. 3. 12· ἐμβολὰς... ἐδίδοσαν, ἐποίουν, Πολύβ. 1. 51, 6, κτλ.· ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 415, τὸ ἐμβολαῖς χαλκοστόμοις διωρθώθη ὑπὸ τοῦ Stanley εἰς ἐμβόλοις χαλκοστόμοις· πρβλ. [[ἐμβάλλω]] ΙΙ, 2, [[ἔμβολος]] 3. 3) τὸ [[κτύπημα]] βολῆς, προύτεινε τεύχη κἀφυλάσσετ’ ἐμβολὰς Εὐρ. Ἀνδρ. 1130, Πολύβ. 8, 9, 3, κτλ. 4) [[εἴσοδος]], διάβασις, πέρασμα, Ξεν. Ἑλλην. 5. 4, 48, [[ἔνθα]] ἴδε L. Dind.· ἐν Ἡροδ. 1. 191, ἡ ἐμβολὴ τοῦ ποταμοῦ ἑρμηνεύεται διὰ τῶν λέξεων τῇ ἐς τὴν πόλιν ἐσβάλλει· [[ὡσαύτως]], τὸ [[στόμιον]] ποταμοῦ, ἡ [[ἐκβολή]], Θεόφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 8, Διον. Ἁλ. 1. 45 (ἀλλ. ἐκβολαί), πρβλ. εἰσ-, ἐκ-[[βολή]]. ΙΙΙ. ἡ κεφαλὴ τοῦ πολιορκητικοῦ κριοῦ, Θουκ. 2. 76.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de lancer sur, jet (d'un projectile, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> action de se jeter dans <i>ou</i> sur, <i>d'où</i><br /><b>1</b> choc d'un navire qui enfonce son éperon dans le flanc d'un autre : ἐμβολὰς ἔχειν XÉN recevoir de flanc le choc de l'éperon d'un navire;<br /><b>2</b> irruption sur un territoire ennemi, invasion ; <i>en gén.</i> attaque, charge;<br /><b>III.</b> lieu <i>ou</i> instrument pour se jeter dans <i>ou</i> sur :<br /><b>1</b> passage, défilé;<br /><b>2</b> embouchure d'un fleuve;<br /><b>3</b> machine d'attaque, <i>particul.</i> tête de bélier.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβάλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml