Anonymous

ἐνδατέομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0831.png Seite 831]] (s. [[δατέομαι]]), theilen, zutheilen; λόγους ἐπονειδιστῆρας, d. i. Vorwürfe machen, schmähen, Eur. Herc. Fur. 218; auch ohne Zusatz = schmähen, verwünschen, τὸ [[δυσπάρευνον]] [[λέκτρον]] Soph. Tr. 788; so auch Aesch. Spt. 560, δίς τ' ἐν τελευτῇ τοὔνομα ἐνδατούμενος (des Polynices), wo der Schol. erkl. εἰς δύο διαιρῶν τὸ [[ὄνομα]], τὸ πολὺ καὶ τὸ [[νεῖκος]]; Plat. Rep. II, 383 a führt aus Aesch. (frg. 264) an: [[Ἀπόλλων]] ᾄδων ἐνδατεῖται τὰς ἐμὰς εὐπαιδίας καὶ μακραίωνας βίους, lobt einzeln, zählt sie auf, – Bei Lycophr. 155 = verschlingen. – Pass. braucht es Soph. O. R. 205, τὰ σὰ βέλεα θέλοιμ' ἂν ἀδάματ' ἐνδατεῖσθαι, wenn es nicht auch hier = feiern ist; Nic. Ih. 509.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0831.png Seite 831]] (s. [[δατέομαι]]), theilen, zutheilen; λόγους ἐπονειδιστῆρας, d. i. Vorwürfe machen, schmähen, Eur. Herc. Fur. 218; auch ohne Zusatz = schmähen, verwünschen, τὸ [[δυσπάρευνον]] [[λέκτρον]] Soph. Tr. 788; so auch Aesch. Spt. 560, δίς τ' ἐν τελευτῇ τοὔνομα ἐνδατούμενος (des Polynices), wo der Schol. erkl. εἰς δύο διαιρῶν τὸ [[ὄνομα]], τὸ πολὺ καὶ τὸ [[νεῖκος]]; Plat. Rep. II, 383 a führt aus Aesch. (frg. 264) an: [[Ἀπόλλων]] ᾄδων ἐνδατεῖται τὰς ἐμὰς εὐπαιδίας καὶ μακραίωνας βίους, lobt einzeln, zählt sie auf, – Bei Lycophr. 155 = verschlingen. – Pass. braucht es Soph. O. R. 205, τὰ σὰ βέλεα θέλοιμ' ἂν ἀδάματ' ἐνδατεῖσθαι, wenn es nicht auch hier = feiern ist; Nic. Ih. 509.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><b>I. 1</b> partager, diviser;<br /><b>2</b> déchirer, <i>fig.</i> déchirer en paroles;<br /><b>II.</b> <i>au sens Pass.</i> être partagé ; être lancé de tous côtés <i>en parl. de traits</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δατέομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνδᾰτέομαι''': ἀποθ., διαιρῶ, δίς τ’ ἐν τελευτῇ τοὔνομ’ ἐνδατούμενος, καλεῖ, καὶ δὶς διαιρῶν [[ὀνειδιστικῶς]] τὸ [[ὄνομα]] (τοῦ Πολυνείκους) εἰς τὸ [[τέλος]] (τοῦ λόγου) καλεῖ (ὦ πολὺ [[νεῖκος]], πολὺ [[νεῖκος]]), Αἰσχύλ. Θήβ. 578, ἴδε σημ. Paley καὶ Σχολιαστήν· ἐνδ. λόγους ὀνειδιστῆρας, διανέμειν, διασκορπίζειν ὀνειδιστικοὺς λόγους, κατηγορίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 218. 2) μετ’ αἰτιατ. τοῦ ἀντικειμένου, α) ἐπὶ κακῆς σημασίας, καταρῶμαι, βλασφημῶ, τὸ δυσπάρευνον [[λέκτρον]] ἐνδατούμενος Σοφ. Τραχ. 791 (οὕτω differe berbis παρὰ Πλαύτῳ). β) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ὁ δ’ ἐνδατεῖται τὰς ἑὰς εὐπαιδίας, πανηγυρίζει, ἐγκωμιάζει τὴν τῶν τέκνων του εὐδαίμονα γενεάν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281· Λύκει’ [[ἄναξ]], τά σε σά... βέλεα θέλοιμ’ ἂν ἀδάματ’ ἐνδατεῖσθαι, νὰ διασκορπίζωνται ἀδάμαστα, Σοφ. Ο. Τ. 205, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. 3) κατασπαράττω, [[καταβιβρώσκω]], τὸν ὠλενίτην [[χόνδρον]] ἐνδατουμένη, τὸν τῆς ὠμοπλάτης [[χόνδρον]] καταβιβρώσκουσα, Λυκόφρ. 155. ΙΙ. ὡς παθ., μερίζομαι, κόπτομαι, μόνον ἐν Νικαν. Θηρ. 509.
|lstext='''ἐνδᾰτέομαι''': ἀποθ., διαιρῶ, δίς τ’ ἐν τελευτῇ τοὔνομ’ ἐνδατούμενος, καλεῖ, καὶ δὶς διαιρῶν [[ὀνειδιστικῶς]] τὸ [[ὄνομα]] (τοῦ Πολυνείκους) εἰς τὸ [[τέλος]] (τοῦ λόγου) καλεῖ (ὦ πολὺ [[νεῖκος]], πολὺ [[νεῖκος]]), Αἰσχύλ. Θήβ. 578, ἴδε σημ. Paley καὶ Σχολιαστήν· ἐνδ. λόγους ὀνειδιστῆρας, διανέμειν, διασκορπίζειν ὀνειδιστικοὺς λόγους, κατηγορίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 218. 2) μετ’ αἰτιατ. τοῦ ἀντικειμένου, α) ἐπὶ κακῆς σημασίας, καταρῶμαι, βλασφημῶ, τὸ δυσπάρευνον [[λέκτρον]] ἐνδατούμενος Σοφ. Τραχ. 791 (οὕτω differe berbis παρὰ Πλαύτῳ). β) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ὁ δ’ ἐνδατεῖται τὰς ἑὰς εὐπαιδίας, πανηγυρίζει, ἐγκωμιάζει τὴν τῶν τέκνων του εὐδαίμονα γενεάν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281· Λύκει’ [[ἄναξ]], τά σε σά... βέλεα θέλοιμ’ ἂν ἀδάματ’ ἐνδατεῖσθαι, νὰ διασκορπίζωνται ἀδάμαστα, Σοφ. Ο. Τ. 205, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. 3) κατασπαράττω, [[καταβιβρώσκω]], τὸν ὠλενίτην [[χόνδρον]] ἐνδατουμένη, τὸν τῆς ὠμοπλάτης [[χόνδρον]] καταβιβρώσκουσα, Λυκόφρ. 155. ΙΙ. ὡς παθ., μερίζομαι, κόπτομαι, μόνον ἐν Νικαν. Θηρ. 509.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><b>I. 1</b> partager, diviser;<br /><b>2</b> déchirer, <i>fig.</i> déchirer en paroles;<br /><b>II.</b> <i>au sens Pass.</i> être partagé ; être lancé de tous côtés <i>en parl. de traits</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δατέομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm