ἐνδατέομαι
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
English (LSJ)
A divide, δὶς.. τοὔνομ' ἐνδατούμενος dividing the name of Polynices (into πολὺ νεῖκος), A.Th.578 (v. Sch.); ἐ. λόγους ὀνειδιστῆρας distribute or fling about reproaches, E.HF218.
2 c. acc. objecti,
a speak of in detail, i.e., in bad sense, reproach, revile, τὸ δυσπάρευνον λέκτρον ἐ. S.Tr.791; in good sense, dwell on, celebrate, εὐπαιδίας A.Fr.350.1; βέλεα θέλοιμ' ἂν.. ἐ. S.OT205 (lyr.) (perhaps scatter or shower them abroad).
b tear in pieces, devour, Lyc. 155.
II Pass., to be ground small, Nic.Th.509, acc. to Sch.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. imperat. ἔνδασαι Hsch.; pas. perf. part. fem. ac. plu. ἐνδεδασμένας Iambl.VP 201]
1 partir, dividir δισσῇ τελευτῇ τοὔνομ' ἐνδατούμενος partiendo el nombre en dos mitades ref. al nombre Πολυνείκης A.Th.578, τὸν ὠλενίτην χόνδρον ἐνδατουμένη partiendo en pedazos el cartílago del hombro Lyc.155, cf. Hsch.
•part. perf. pas. dividido, separado ἐν δὲ τῷ ἀνθρωπίνῳ βίῳ ... εἶναί τινας ἡλικίας ἐνδεδασμένας ... ἃς οὐκ εἶναι ... πρὸς ἀλλήλας συνεῖραι en la vida humana hay ciertas edades separadas que no es posible conectar entre sí Iambl.VP 201.
2 hacer un reparto, asignar una parte en un reparto c. gen. partit., ac. y dat. ὁ ... τὸ σύμπαν ... διοικῶν ... λόγου ... ὑπόστασιν αὐτῇ τῆς θείας μοίρας ἐνεδάσατο el que administra la totalidad le asignó a ella (el alma) el fundamento racional de la parte divina Aristid.Quint.54.11
•repartir, distribuir λόγους ὀνειδιστῆρας E.HF 218, en v. pas. τά τε σὰ χρυσοστρόφων ἀπ' ἀγκυλῶν βέλεα θέλοιμ' ἂν ἀδάματ' ἐνδατεῖσθαι quisiera que de las curvadas cuerdas del arco, trenzadas de oro, se dispersaran tus flechas invencibles S.OT 205, ἐνεχάραξε ... τὸ θεῖον ... τὸ ... σύσταμα, ἐν ᾧ τά τε εἴδεα πάντα τῶ ἐόντος ἐνδέδασται la divinidad grabó el sistema en el que están distribuidas todas las formas del ser Ps.Archyt.Pyth.Hell.44.9.
3 en cont. de lengua mencionar especialmente, poner énfasis en en v. pas. ἤτοι ἀριστολόχεια παλίσκιος ἐνδατέοιτο Nic.Th.509
•en buen sent. celebrar τὰς ἐμὰς εὐπαιδίας A.Fr.350.1 (ap. crít., cf. Pl.R.383b)
•en mal sent. maldecir τὸ δυσπάρευνον λέκτρον S.Tr.791.
German (Pape)
[Seite 831] (s. δατέομαι), teilen, zuteilen; λόγους ἐπονειδιστῆρας, d. i. Vorwürfe machen, schmähen, Eur. Herc. Fur. 218; auch ohne Zusatz = schmähen, verwünschen, τὸ δυσπάρευνον λέκτρον Soph. Tr. 788; so auch Aesch. Spt. 560, δίς τ' ἐν τελευτῇ τοὔνομα ἐνδατούμενος (des Polynices), wo der Schol. erkl. εἰς δύο διαιρῶν τὸ ὄνομα, τὸ πολὺ καὶ τὸ νεῖκος; Plat. Rep. II, 383 a führt aus Aesch. (frg. 264) an: Ἀπόλλων ᾄδων ἐνδατεῖται τὰς ἐμὰς εὐπαιδίας καὶ μακραίωνας βίους, lobt einzeln, zählt sie auf, – Bei Lycophr. 155 = verschlingen. – Pass. braucht es Soph. O. R. 205, τὰ σὰ βέλεα θέλοιμ' ἂν ἀδάματ' ἐνδατεῖσθαι, wenn es nicht auch hier = feiern ist; Nic. Ih. 509.
French (Bailly abrégé)
ἐνδατοῦμαι;
I. 1 partager, diviser;
2 déchirer, fig. déchirer en paroles;
II. au sens Pass. être partagé ; être lancé de tous côtés en parl. de traits.
Étymologie: ἐν, δατέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδᾰτέομαι:
1 med. делить, распределять: ἐ. λόγους ἐπονειδιστῆρας Eur. бросать упреки;
2 med. перебирать (в песне), перечислять (τὰς εὐπαιδίας Plat.);
3 med. досл. рвать на части, перен. проклинать (τὸ ὄνομα sc. Πολυνείκους Aesch.; τὸ δυσπάρευνον λέκτρον Soph.);
4 pass. быть разбрасываемым: τὰ σὰ βέλεα θέλοιμ᾽ ἂν ἐνδατεῖσθαι Soph. я хотел бы, чтобы ты разослал свои стрелы (и защитил нас).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδᾰτέομαι: ἀποθ., διαιρῶ, δίς τ’ ἐν τελευτῇ τοὔνομ’ ἐνδατούμενος, καλεῖ, καὶ δὶς διαιρῶν ὀνειδιστικῶς τὸ ὄνομα (τοῦ Πολυνείκους) εἰς τὸ τέλος (τοῦ λόγου) καλεῖ (ὦ πολὺ νεῖκος, πολὺ νεῖκος), Αἰσχύλ. Θήβ. 578, ἴδε σημ. Paley καὶ Σχολιαστήν· ἐνδ. λόγους ὀνειδιστῆρας, διανέμειν, διασκορπίζειν ὀνειδιστικοὺς λόγους, κατηγορίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 218. 2) μετ’ αἰτιατ. τοῦ ἀντικειμένου, α) ἐπὶ κακῆς σημασίας, καταρῶμαι, βλασφημῶ, τὸ δυσπάρευνον λέκτρον ἐνδατούμενος Σοφ. Τραχ. 791 (οὕτω differe berbis παρὰ Πλαύτῳ). β) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ὁ δ’ ἐνδατεῖται τὰς ἑὰς εὐπαιδίας, πανηγυρίζει, ἐγκωμιάζει τὴν τῶν τέκνων του εὐδαίμονα γενεάν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281· Λύκει’ ἄναξ, τά σε σά... βέλεα θέλοιμ’ ἂν ἀδάματ’ ἐνδατεῖσθαι, νὰ διασκορπίζωνται ἀδάμαστα, Σοφ. Ο. Τ. 205, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb. 3) κατασπαράττω, καταβιβρώσκω, τὸν ὠλενίτην χόνδρον ἐνδατουμένη, τὸν τῆς ὠμοπλάτης χόνδρον καταβιβρώσκουσα, Λυκόφρ. 155. ΙΙ. ὡς παθ., μερίζομαι, κόπτομαι, μόνον ἐν Νικαν. Θηρ. 509.
Greek Monotonic
ἐνδᾰτέομαι:1. Αποθ., διαιρώ, χωρίζω, δὶς τοὔνομ' ἐνδατούμενος, αυτός που διαιρεί το όνομα του Πολυνείκη (σε πολύκαι νεῖκος), σε Αισχύλ.· ἐνδ. λόγους ὀνειδιστῆρας, αυτός που διανέμει ή διασκορπίζει, εξαπολύει κατηγορίες ή μομφές, αυτός που δυσφημεί, σε Ευρ.
2. με αιτ. του αντικ., και με αρνητική σημασία, μέμφομαι, κατηγορώ, βρίζω, βλασφημώ, ή με θετική σημασία, εγκωμιάζω, υμνώ, επαινώ, σε Σοφ.
Middle Liddell
1. Dep. to divide, δὶς τοὔνόμ' ἐνδατούμενος dividing the name of Polynices (into πολὺ νεῖκοσ), Aesch.; ἐνδ. λόγους ὀνειδιστῆρας to distribute or fling about reproaches, Eur.
2. c. acc. objecti, to speak of in detail, i. e., in bad sense, to reproach, revile, or, in good sense, to tell of, celebrate, Soph.