Anonymous

ἐμπρίω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0817.png Seite 817]] (s. [[πρίω]]), hineinsägen, einsägen; Hippocr.; – hineinbeißen, ὀδόντας ἐμπεπρικώς D. Sic. 17, 92; [[μέτωπον]] ἐνιπρίουσι γένυσσι Opp. Cyn. 2, 261, wie γένυν χαλινοῖς, knirschend ins Gebiß beißen, Hal. 5, 183. – Übertr. auch von dem Geschmack von Senf u. ä., beißen, Nic. Al. 533 Th. 71.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0817.png Seite 817]] (s. [[πρίω]]), hineinsägen, einsägen; Hippocr.; – hineinbeißen, ὀδόντας ἐμπεπρικώς D. Sic. 17, 92; [[μέτωπον]] ἐνιπρίουσι γένυσσι Opp. Cyn. 2, 261, wie γένυν χαλινοῖς, knirschend ins Gebiß beißen, Hal. 5, 183. – Übertr. auch von dem Geschmack von Senf u. ä., beißen, Nic. Al. 533 Th. 71.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> entamer avec la scie, scier;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> entamer comme avec une scie, mordre profondément;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> avoir une saveur mordante <i>ou</i> piquante.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πρίω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπρίω''': ῑ: μέλλ. -ίσω, [[πριονίζω]] ἔν τινι, [[ὀστέον]] Ἱππ. π. Τρωμ. 913 (ὁ Littré ἔχει ἐκπρ-)· τὸ οὖς ἐνέπρισε τοῖς ὀδοῦσι, ἐδάγκασεν αὐτὸ βαθέως, Διοδ. Ἐκλογ. 558. 65. ΙΙ. [[σφίγγω]], τοὺς ὀδόντας ἐμπεπρικώς, περὶ κυνός, ὁ αὐτ. 17. 92· [[τρίζω]], καὶ τοὺς ὀδόντας ἐνέπριε (διάφ. γρ. συνέπριε) Λουκ. Ἐνύπν. 14· [[οὕτως]], ἐμπρ. γένυν χαλινοῖς Ὀππ. Ἁλ. 5. 186, πρβλ. Κυνηγ. 2. 261. ΙΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[δριμύς]], καυστικὸς τὴν γεῦσιν, [[καίω]], ἐπὶ τοῦ σινάπεως καὶ τῶν τοιούτων, Νικ. Ἀλεξιφ. 533, Θηρ. 71· πρβλ. Γαλην. τ. 8, σ. 8Ε.
|lstext='''ἐμπρίω''': ῑ: μέλλ. -ίσω, [[πριονίζω]] ἔν τινι, [[ὀστέον]] Ἱππ. π. Τρωμ. 913 (ὁ Littré ἔχει ἐκπρ-)· τὸ οὖς ἐνέπρισε τοῖς ὀδοῦσι, ἐδάγκασεν αὐτὸ βαθέως, Διοδ. Ἐκλογ. 558. 65. ΙΙ. [[σφίγγω]], τοὺς ὀδόντας ἐμπεπρικώς, περὶ κυνός, ὁ αὐτ. 17. 92· [[τρίζω]], καὶ τοὺς ὀδόντας ἐνέπριε (διάφ. γρ. συνέπριε) Λουκ. Ἐνύπν. 14· [[οὕτως]], ἐμπρ. γένυν χαλινοῖς Ὀππ. Ἁλ. 5. 186, πρβλ. Κυνηγ. 2. 261. ΙΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[δριμύς]], καυστικὸς τὴν γεῦσιν, [[καίω]], ἐπὶ τοῦ σινάπεως καὶ τῶν τοιούτων, Νικ. Ἀλεξιφ. 533, Θηρ. 71· πρβλ. Γαλην. τ. 8, σ. 8Ε.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> entamer avec la scie, scier;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> entamer comme avec une scie, mordre profondément;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> avoir une saveur mordante <i>ou</i> piquante.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πρίω]].
}}
}}
{{grml
{{grml