Anonymous

ἐξάπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0871.png Seite 871]] 1) anknüpfen, anhängen; ἱμάντας Il. 22, 397; [[πεῖσμα]] κίονος ἐξάπτειν, das Seil so an die Säule binden, daß es von dieser herunterhängt, Od. 22, 466; vgl. Il. 24, 51; διὰ τῆς θυρίδος τὸ [[καλῴδιον]] Ar. Vesp. 379; ἐκ νηοῦ [[σχοινίον]] ἐς [[τεῖχος]] Her. 1, 26; 4, 64; ἐξαμμέναι ἐκ σώματος Tim. Locr. 102 e, daran geknüpft, davon abhängig sein; vgl. τὴν ἀπόῤῥησιν ἐξάπτουσι δεισιδαιμονίας Plut. qu. Rom. 61; τῆς τύχης τὰ πραττόμενα, davon abhängig machen, Sull. 6; – ἀπό τινος, Xen. Cyn. 10, 7; τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῦ Πειραιῶς, verband er damit, Plut. Them. 19; übertr., στόματος ἐξάπτων λιτάς Eur. Or. 382, womit ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν [[ἐξάπτω]] [[σέθεν]] I. A. 1216 zu vergleichen. – 2) anlegen, umhüllen; μηδ' ἀμφὶ κείναις μέλανας ἐξάψῃς πέπλους Eur. I. A. 1449; δεσμὰ χεροῖν Herc. Fur. 1342; κόσμον νεκρῷ Tr. 1208. – Med., sich woran hängen, πάντες ἐξάπτεσθε, hängt euch alle daran, Il. 8, 20; häufiger = sich an-, umhängen, τί πέπλους μέλανας ἐξήψω [[χροός]] Eur. Hel. 1186; ἐξάψασθαι κώδωνας Dem. 25, 90, sich Schellen anlegen; σφραγίδια ἐξαψάμενος. sich Petschafte anhängen, am Gurte tragen, Ar. Th. 428; περὶ τὴν κεφαλὴν ἐξήμμεθα πηνίκην fr. inc. 3; gefangene Schiffe ins Schlepptau nehmen, D. Sic. 14, 74. – Auch = sich an Einen machen, ihn angreifen, τινός, Pol. u. a. Sp.; πολέμου, den Krieg anfangen, D. Hal. 6, 25; anzünden, anstecken, Tim. Locr. 97 e; oft übertr., ἐξημμένος ὑπὸ φιλοσοφίας [[ὥσπερ]] [[πυρός]] Plat. Ep. VII, 340 b, vgl. Rep. VI, 498 b; ὑπ' ὀργῆς καὶ φιλονεικίας ἐξαφθέντες D. Hal. 5, 38; ἐξήφθη [[πόλεμος]] Strab. IX, 420; oft bei Ael. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0871.png Seite 871]] 1) anknüpfen, anhängen; ἱμάντας Il. 22, 397; [[πεῖσμα]] κίονος ἐξάπτειν, das Seil so an die Säule binden, daß es von dieser herunterhängt, Od. 22, 466; vgl. Il. 24, 51; διὰ τῆς θυρίδος τὸ [[καλῴδιον]] Ar. Vesp. 379; ἐκ νηοῦ [[σχοινίον]] ἐς [[τεῖχος]] Her. 1, 26; 4, 64; ἐξαμμέναι ἐκ σώματος Tim. Locr. 102 e, daran geknüpft, davon abhängig sein; vgl. τὴν ἀπόῤῥησιν ἐξάπτουσι δεισιδαιμονίας Plut. qu. Rom. 61; τῆς τύχης τὰ πραττόμενα, davon abhängig machen, Sull. 6; – ἀπό τινος, Xen. Cyn. 10, 7; τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῦ Πειραιῶς, verband er damit, Plut. Them. 19; übertr., στόματος ἐξάπτων λιτάς Eur. Or. 382, womit ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν [[ἐξάπτω]] [[σέθεν]] I. A. 1216 zu vergleichen. – 2) anlegen, umhüllen; μηδ' ἀμφὶ κείναις μέλανας ἐξάψῃς πέπλους Eur. I. A. 1449; δεσμὰ χεροῖν Herc. Fur. 1342; κόσμον νεκρῷ Tr. 1208. – Med., sich woran hängen, πάντες ἐξάπτεσθε, hängt euch alle daran, Il. 8, 20; häufiger = sich an-, umhängen, τί πέπλους μέλανας ἐξήψω [[χροός]] Eur. Hel. 1186; ἐξάψασθαι κώδωνας Dem. 25, 90, sich Schellen anlegen; σφραγίδια ἐξαψάμενος. sich Petschafte anhängen, am Gurte tragen, Ar. Th. 428; περὶ τὴν κεφαλὴν ἐξήμμεθα πηνίκην fr. inc. 3; gefangene Schiffe ins Schlepptau nehmen, D. Sic. 14, 74. – Auch = sich an Einen machen, ihn angreifen, τινός, Pol. u. a. Sp.; πολέμου, den Krieg anfangen, D. Hal. 6, 25; anzünden, anstecken, Tim. Locr. 97 e; oft übertr., ἐξημμένος ὑπὸ φιλοσοφίας [[ὥσπερ]] [[πυρός]] Plat. Ep. VII, 340 b, vgl. Rep. VI, 498 b; ὑπ' ὀργῆς καὶ φιλονεικίας ἐξαφθέντες D. Hal. 5, 38; ἐξήφθη [[πόλεμος]] Strab. IX, 420; oft bei Ael. u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>impf.</i> ἐξῆπτον, <i>f.</i> ἐξάψω, <i>ao.</i> ἐξῆψα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐξήφθην, <i>pf.</i> ἔξημμαι;<br /><b>1</b> attacher d'un point à un autre : [[πεῖσμα]] νεὸς κίονος OD attacher à une colonne le câble d'un navire ; [[ἐκ]] νηοῦ [[σχοινίον]] [[ἐς]] [[τεῖχος]] HDT attacher un câble du temple au mur ; τὴν πόλιν [[τοῦ]] Πειραιῶς PLUT rattacher la ville au Pirée ; τῆς τύχης τὰ πραττόμενα PLUT faire dépendre de la fortune les actions;<br /><b>2</b> se suspendre à.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἅπτω]]¹.<br /><span class="bld">2</span><i>impf.</i> ἐξῆπτον, <i>ao.</i> ἐξῆψα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐξήφθην, <i>pf.</i> ἔξημμαι;<br />enflammer, allumer ; <i>fig.</i> ἐξάπτειν πόλεμον ÉL allumer une guerre ; [[εἰς]] ὀργήν τινα ἐξάπτειν ÉL enflammer la colère de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἅπτω]]².
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξάπτω''': μέλλ. -ψω, δένω ἔκ τινος ἢ εἴς τι. [[πεῖσμα]] νεός… κίονος ἐξάψας [[μεγάλης]] Ὀδ. Χ. 466. πρβλ. Ἰλ. Ω. 51· Φρύγια πέπλων ἀγάλματα [[ἐξάπτω]] χροὸς Εὐρ. Τρῳ. 1220· τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῦ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάσσης Πλουτ. Θεμιστ. 19· [[οὕτως]], ἐξάπτειν τι ἔκ τινος Ἡρόδ. 1. 26· ἀπό τινος Ξεν. Κυν. 10, 7· [[ὡσαύτως]], ἐκ τοῦ νηοῦ ἐξάπτειν [[σχοινίον]] ἐς τὸ [[τεῖχος]] Ἡρόδ. 1. 26· ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ [[καλῴδιον]] Ἀριστοφ. Σφ. 379. - Παθ., περὶ τὴν κεφαλὴν ἐξήμμεθα πηνίκην τινά, ἔχομεν προσηρμοσμένην περὶ τὴν κεφαλὴν φενάκην τινά, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. ἐν τοῖς Ἀδήλ. 3, Meineke. 2) μεταφ., τῶν σῶν δὲ γονάτων [[πρωτόλεια]] [[θιγγάνω]] [[ἱκέτης]], ἀφύλλους στόματος ἐξάπτων λιτάς, προσαρμόζων ([[οὕτως]] εἰπεῖν εἰς τὰ γόνατά σου) τὰς ἱκεσίας στόματος [[ἄνευ]] ἱκετηρίας, δηλ. [[ἄνευ]] ἱκετηρίων κλάδων, Εὐρ. Ὀρ. 383· τῆς τύχης ἐξάπτειν τὰ πραττόμενα, ἐξαρτᾶν ἐκ τῆς τύχης, Πλουτ. Σύλλ. 6· [[συνδέω]] ἓν [[πρᾶγμα]] πρὸς [[ἄλλο]], ἐξακολουθῶ διήγησιν, ἔπειθ’ [[οὕτως]] ἐξάψομεν τὴν διαδοχὴν τῶν ἀξίων λόγου Διογ. Λ. 8. 50· ἐξαμμένος ἐκ σώματος, προερχόμενος ἐκ τοῦ σώματος, Τίμ. Λοκρ. 102Ε. 3) ἐξ. τινί τι, τιθέναι τι ἐπί τινος, ἱκετηρίαν γόνασιν Εὐρ. Ι. Α. 1216· κόσμον νεκρῷ ὁ αὐτ. Τρῳ. 1208· ἐξ. βρόχον, ἀμφὶ δείρην ὁ αὐτὸς Ἴων 1065. ΙΙ. Μέσ., κρατῶ τι διὰ τῶν χειρῶν καὶ κρεμῶμαι ἐξ [[αὐτοῦ]] προσπαθῶν νὰ [[σύρω]] αὐτὸ [[κάτω]], σειρὴν χρυσείην ἐξ [[οὐρανόθεν]] κρεμάσαντες πάντες ἐξάπτεσθε θεοί, πᾶσαί τε θέαιναι Ἰλ. Θ. 20 ἐξάπτεσθαι τῆς οὐραγίας, παρακολουθεῖν κατὰ πόδας, Πολύβ. 4. 11, 6· ἐπιλαμβάνομαί τινος, τῶν Ἑλληνικῶν ἐξάπτεσθαι κελεύοντος βασιλέως, ἐπιλαμβάνεσθαι τῶν Ἑλληνικῶν πραγμάτων, Πλουτ. Θεμ. 31. 2) [[κρεμῶ]] τι [[ἐπάνω]] μου, [[φέρω]] τι κρεμάμενον περὶ τὸ σῶμά μου, φορῶ τι, τί πέπλους μέλανας ἐξήψω χροὸς λευκῶν ἀμείψασ’...; Εὐρ. Ἑλ. 1186· ἐπὶ πλοίου, δένω διὰ κάλου καὶ [[σύρω]] αὐτό, ῥυμουλκῶ, τὰς δ’ ἀκεραίους ([[ναῦς]]) ἐξαπτόμενοι κατῆγον εἰς τὴν πόλιν Διόδ. 14. 74· ἐξάπτομαί τινα, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐξαρτᾶται ἐξ ἐμοῦ, ξανθὰ καὶ διεκτενισμένα μειράκια, τοὺς ἐραστὰς ἐξαψάμενα καὶ τὰς ἑταίρας φιλόστρ. 335· πρβλ. [[ἐνάπτω]]. Β. ἐν τῷ ἐνεργ. [[προσέτι]], βάλλω πῦρ, [[ἀνάπτω]], τὰν ὕλαν Τίμ. Λοκρ. 97Ε. ΙΙ. μεταφ., [[ἀνάπτω]], [[διεγείρω]], [[ἡνίκα]] ὁ [[Πέρσης]] τὸν μέγα πόλεμον ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἐξῆψε Αἰλ. π. Ζ. 12. 35. - Παθ., πῦρ ἐξ. ἐκ λίθων Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 10· ἐξημμένος ὑπὸ φιλοσοφίας [[ὥσπερ]] πυρὸς Πλάτ. Ἐπιστ. 340Β, πρβλ. Πολ. 498Β· ἐξάπτομαι ὡς καὶ νῦν, ὑπ’ ὀργῆς καὶ φιλονεικίας ἐξαφθέντες Διον. Ἁλ. 5. 38.
|lstext='''ἐξάπτω''': μέλλ. -ψω, δένω ἔκ τινος ἢ εἴς τι. [[πεῖσμα]] νεός… κίονος ἐξάψας [[μεγάλης]] Ὀδ. Χ. 466. πρβλ. Ἰλ. Ω. 51· Φρύγια πέπλων ἀγάλματα [[ἐξάπτω]] χροὸς Εὐρ. Τρῳ. 1220· τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῦ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάσσης Πλουτ. Θεμιστ. 19· [[οὕτως]], ἐξάπτειν τι ἔκ τινος Ἡρόδ. 1. 26· ἀπό τινος Ξεν. Κυν. 10, 7· [[ὡσαύτως]], ἐκ τοῦ νηοῦ ἐξάπτειν [[σχοινίον]] ἐς τὸ [[τεῖχος]] Ἡρόδ. 1. 26· ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ [[καλῴδιον]] Ἀριστοφ. Σφ. 379. - Παθ., περὶ τὴν κεφαλὴν ἐξήμμεθα πηνίκην τινά, ἔχομεν προσηρμοσμένην περὶ τὴν κεφαλὴν φενάκην τινά, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. ἐν τοῖς Ἀδήλ. 3, Meineke. 2) μεταφ., τῶν σῶν δὲ γονάτων [[πρωτόλεια]] [[θιγγάνω]] [[ἱκέτης]], ἀφύλλους στόματος ἐξάπτων λιτάς, προσαρμόζων ([[οὕτως]] εἰπεῖν εἰς τὰ γόνατά σου) τὰς ἱκεσίας στόματος [[ἄνευ]] ἱκετηρίας, δηλ. [[ἄνευ]] ἱκετηρίων κλάδων, Εὐρ. Ὀρ. 383· τῆς τύχης ἐξάπτειν τὰ πραττόμενα, ἐξαρτᾶν ἐκ τῆς τύχης, Πλουτ. Σύλλ. 6· [[συνδέω]] ἓν [[πρᾶγμα]] πρὸς [[ἄλλο]], ἐξακολουθῶ διήγησιν, ἔπειθ’ [[οὕτως]] ἐξάψομεν τὴν διαδοχὴν τῶν ἀξίων λόγου Διογ. Λ. 8. 50· ἐξαμμένος ἐκ σώματος, προερχόμενος ἐκ τοῦ σώματος, Τίμ. Λοκρ. 102Ε. 3) ἐξ. τινί τι, τιθέναι τι ἐπί τινος, ἱκετηρίαν γόνασιν Εὐρ. Ι. Α. 1216· κόσμον νεκρῷ ὁ αὐτ. Τρῳ. 1208· ἐξ. βρόχον, ἀμφὶ δείρην ὁ αὐτὸς Ἴων 1065. ΙΙ. Μέσ., κρατῶ τι διὰ τῶν χειρῶν καὶ κρεμῶμαι ἐξ [[αὐτοῦ]] προσπαθῶν νὰ [[σύρω]] αὐτὸ [[κάτω]], σειρὴν χρυσείην ἐξ [[οὐρανόθεν]] κρεμάσαντες πάντες ἐξάπτεσθε θεοί, πᾶσαί τε θέαιναι Ἰλ. Θ. 20 ἐξάπτεσθαι τῆς οὐραγίας, παρακολουθεῖν κατὰ πόδας, Πολύβ. 4. 11, 6· ἐπιλαμβάνομαί τινος, τῶν Ἑλληνικῶν ἐξάπτεσθαι κελεύοντος βασιλέως, ἐπιλαμβάνεσθαι τῶν Ἑλληνικῶν πραγμάτων, Πλουτ. Θεμ. 31. 2) [[κρεμῶ]] τι [[ἐπάνω]] μου, [[φέρω]] τι κρεμάμενον περὶ τὸ σῶμά μου, φορῶ τι, τί πέπλους μέλανας ἐξήψω χροὸς λευκῶν ἀμείψασ’...; Εὐρ. Ἑλ. 1186· ἐπὶ πλοίου, δένω διὰ κάλου καὶ [[σύρω]] αὐτό, ῥυμουλκῶ, τὰς δ’ ἀκεραίους ([[ναῦς]]) ἐξαπτόμενοι κατῆγον εἰς τὴν πόλιν Διόδ. 14. 74· ἐξάπτομαί τινα, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐξαρτᾶται ἐξ ἐμοῦ, ξανθὰ καὶ διεκτενισμένα μειράκια, τοὺς ἐραστὰς ἐξαψάμενα καὶ τὰς ἑταίρας φιλόστρ. 335· πρβλ. [[ἐνάπτω]]. Β. ἐν τῷ ἐνεργ. [[προσέτι]], βάλλω πῦρ, [[ἀνάπτω]], τὰν ὕλαν Τίμ. Λοκρ. 97Ε. ΙΙ. μεταφ., [[ἀνάπτω]], [[διεγείρω]], [[ἡνίκα]] ὁ [[Πέρσης]] τὸν μέγα πόλεμον ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἐξῆψε Αἰλ. π. Ζ. 12. 35. - Παθ., πῦρ ἐξ. ἐκ λίθων Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 10· ἐξημμένος ὑπὸ φιλοσοφίας [[ὥσπερ]] πυρὸς Πλάτ. Ἐπιστ. 340Β, πρβλ. Πολ. 498Β· ἐξάπτομαι ὡς καὶ νῦν, ὑπ’ ὀργῆς καὶ φιλονεικίας ἐξαφθέντες Διον. Ἁλ. 5. 38.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>impf.</i> ἐξῆπτον, <i>f.</i> ἐξάψω, <i>ao.</i> ἐξῆψα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐξήφθην, <i>pf.</i> ἔξημμαι;<br /><b>1</b> attacher d'un point à un autre : [[πεῖσμα]] νεὸς κίονος OD attacher à une colonne le câble d'un navire ; [[ἐκ]] νηοῦ [[σχοινίον]] [[ἐς]] [[τεῖχος]] HDT attacher un câble du temple au mur ; τὴν πόλιν [[τοῦ]] Πειραιῶς PLUT rattacher la ville au Pirée ; τῆς τύχης τὰ πραττόμενα PLUT faire dépendre de la fortune les actions;<br /><b>2</b> se suspendre à.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἅπτω]]¹.<br /><span class="bld">2</span><i>impf.</i> ἐξῆπτον, <i>ao.</i> ἐξῆψα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐξήφθην, <i>pf.</i> ἔξημμαι;<br />enflammer, allumer ; <i>fig.</i> ἐξάπτειν πόλεμον ÉL allumer une guerre ; [[εἰς]] ὀργήν τινα ἐξάπτειν ÉL enflammer la colère de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἅπτω]]².
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth