3,276,932
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0868.png Seite 868]] in Knechtschaft bringen, unterjochen; Ἀθήνας Her. 6, 94; Xen. Hell. 2, 1, 15; häufiger im med., sich unterjochen, zu Sklaven machen, Her. 1, 66 u. oft; Xen. Hell. 2, 2, 16; Plat. Legg. III, 698 c u. Redner; allgemein, rauben, τοὺς βίους τῶν τεθνεώτων Pol. 32, 21, 11; – das fut. ἐξανδραποδιοῦμαι, sonst act., z. B. Her. 1, 66, steht in passiver Bdtg, 6, 99. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0868.png Seite 868]] in Knechtschaft bringen, unterjochen; Ἀθήνας Her. 6, 94; Xen. Hell. 2, 1, 15; häufiger im med., sich unterjochen, zu Sklaven machen, Her. 1, 66 u. oft; Xen. Hell. 2, 2, 16; Plat. Legg. III, 698 c u. Redner; allgemein, rauben, τοὺς βίους τῶν τεθνεώτων Pol. 32, 21, 11; – das fut. ἐξανδραποδιοῦμαι, sonst act., z. B. Her. 1, 66, steht in passiver Bdtg, 6, 99. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=réduire en servitude, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀνδραποδίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξανδραποδίζω''': Ἡρόδ. 6. 94, Ξεν. Ἑλλην. 2. 1, 15, ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐξανδραποδίζομαι, Ἡρόδ., κλ. Ἀνδραποδίζω ἐντελῶς, ὑποδουλώνω, Ἀθήνας Ἡρόδ. 6. 94· τοὺς Τεγεήτας ὁ αὐτ. 1. 66, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ἀνδοκ. 32. 6, Ξεν. κλ.· τῶν τεθνεώτων ἐξανδ. τοὺς βίους, δημεύειν τὰς περιουσίας τῶν ἀποθανόντων, Πολύβ. 32. 21, 11: - πρβλ. [[ἀνδραποδίζω]]. Ὁ Ἀττ. μέλλ. ἐξανδραποδιοῦμαι, Ἰων. -ιεῦμαι, [[ὅστις]] κατὰ τὸ πλεῖστον [[εἶναι]] μεταβατ. (ὡς ἐν Ἡροδ. 1. 66) λαμβάνει παθ. σημ. ἐν 6. 9: [[οὕτως]] ἀόρ. α΄ ἐξηνδραποδίσθην [[αὐτόθι]] 108, Δημ. 1207. 18· μετοχ. πρκμ. ἐξηνδραποδισμένος Λουκ. π. Διαβολ. 19. | |lstext='''ἐξανδραποδίζω''': Ἡρόδ. 6. 94, Ξεν. Ἑλλην. 2. 1, 15, ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐξανδραποδίζομαι, Ἡρόδ., κλ. Ἀνδραποδίζω ἐντελῶς, ὑποδουλώνω, Ἀθήνας Ἡρόδ. 6. 94· τοὺς Τεγεήτας ὁ αὐτ. 1. 66, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ἀνδοκ. 32. 6, Ξεν. κλ.· τῶν τεθνεώτων ἐξανδ. τοὺς βίους, δημεύειν τὰς περιουσίας τῶν ἀποθανόντων, Πολύβ. 32. 21, 11: - πρβλ. [[ἀνδραποδίζω]]. Ὁ Ἀττ. μέλλ. ἐξανδραποδιοῦμαι, Ἰων. -ιεῦμαι, [[ὅστις]] κατὰ τὸ πλεῖστον [[εἶναι]] μεταβατ. (ὡς ἐν Ἡροδ. 1. 66) λαμβάνει παθ. σημ. ἐν 6. 9: [[οὕτως]] ἀόρ. α΄ ἐξηνδραποδίσθην [[αὐτόθι]] 108, Δημ. 1207. 18· μετοχ. πρκμ. ἐξηνδραποδισμένος Λουκ. π. Διαβολ. 19. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |