Anonymous

ἐξέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "ἀριθμὸς" to "ἀριθμὸς")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0878.png Seite 878]] (s. [[ἔρχομαι]]), 1) aus-, herausgehen; gew. mit dem gen. des Orts, ἐκ δ' ἦλθε κλισίης Il. 10, 104, wie Od. 21, 190; ἐξελθέτω τις δωμάτων Aesch. Ch. 652; τῆσδε χθονός Soph. El. 768; οἴκων Eur. Hec. 174; mit praeposit., ἐκ τῆσδ' ἕδρας Soph. O. C. 37; ἔξω τῆσδε χθονός Eur. Phoen. 479; ἐξεληλυθότες ἐκ Σπάρτης Her. 9, 12; οὐκ ἐπὶ θεωρίαν [[πώποτε]] ἐκ τῆς πόλεως ἐξῆλθες Plat. Crit. 52 b; Phaed. 59 d; [[ὅθεν]], [[ἐνθένδε]], Tim. 79 b Crit. 44 e; absolut, fortgehen, ausziehen, Il. 9, 476; ἔξελθε πρὸς Λέρνης λειμῶνα Aesch. Prom. 655; ἐπὶ φορβῆς νόστον ἐξελήλυθεν Soph. Phil. 43; ἔξελθ' ἀμείψας στέγας 1246; ἐπὶ φόνον Eur. Or. 608; εἰς ἔλεγχον, geprüft werden, Alc. 650; ἐς χερῶν ἅμιλλάν τινι, ins Handgemenge gerathen, Hec. 226; vom Heere, Thuc. 2, 21; Xen. Hell. 7, 5, 6 u. A.; ἔξοδον Xen. Hell. 1, 2, 17, στρατείαν Aesch. 2, 168; ἄεθλα, Soph. Tr. 505, den Kampf bestehen; anders ist der acc. [[ἐξῆλθον]] τὴν Περσίδα χώραν, aus dem Lande, Her. 7, 29; vgl. Arist. pol. 3, 14; οὐκ ἂν ἔφασκεν ἐκ τῆς πόλεως [[ἐξελθεῖν]] οὐδὲ τὸν ἕτερον πόδα Din. 1, 82, auch nicht mit einem Fuße. – Auch von leblosen Dingen, οὐδεὶς τῶν λόγων ἐξέρχεται παρ' ἐμοῦ Plat. Theaet. 161 b; [[ὅθεν]] ἐξῆλθε τὸ [[πνεῦμα]] Tim. 79 b; von Krankheiten, die den Menschen verlassen, Hippocr. – Von der Zeit, vergehen, verstreichen, [[τίς]] [[χρόνος]] τοῖσδ' ἐστὶν οὑξεληλυθώς; Soph. O. R. 735; Her. 2, 139; ἐλέγοντο αἱ σπονδαὶ ἐξεληλυθέναι, abgelaufen, Xen. Hell. 5, 2, 2; ἐπειδὰν ὁ ἐνιαυτὸς ἐξέλθῃ Plat. Polit. 298 e; Phaed. 108 e; Xen. An. 7, 5, 4 u. A. – Das Maaß überschreiten, εἴ ποτ' ἐξέρχεται, δυνατὸν δ' ἐστὶν ἐπανορθοῦσθαι Plat. Legg. I, 644 b; τὰ νόμιμα, übertreten, Ath. XII, 536 a. – 2) ausgehen, in [[Erfüllung gehen]]. εἰς [[τέλος]] ἐξέρχεσθαι Hes. O. 215; μή μοι Φοῖβος ἐξέλθῃ [[σαφής]] Soph. O. R. 1011, Schol. μὴ οἱ χρησμοὶ τοῦ Φοίβου τελεσθῶσι; so von Träumen u. Orakeln, Her. 6, 82, [[ταύτῃ]] τὴν ὄψιν συνεβάλετο ἐξεληλυθέναι 107; ähnl. [[ἰσόψηφος]] [[δίκη]] ἐξῆλθ' ἀληθῶς Aesch. Eum. 763; τὰ δύσφορα εἰ τύχοι κατ' ὀρθὸν ἐξελθόντα, wenn es gut ausschlägt, Soph. O. R. 88; [[τοιόσδε]] δ' ἐκφὺς οὐκ ἂν ἐξέλθοιμ' ἔτι ποτ' [[ἄλλος]], ich möchte wohl nicht anders werden, ib. 1084; ἀριθμὸς καὶ [[ἄλλοθεν]] οὐκ [[ἐλάσσων]] ἐξέλθοι, wo auch wir »her-»auskommen« sagen, Xen. Hell. 6, 1, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0878.png Seite 878]] (s. [[ἔρχομαι]]), 1) aus-, herausgehen; gew. mit dem gen. des Orts, ἐκ δ' ἦλθε κλισίης Il. 10, 104, wie Od. 21, 190; ἐξελθέτω τις δωμάτων Aesch. Ch. 652; τῆσδε χθονός Soph. El. 768; οἴκων Eur. Hec. 174; mit praeposit., ἐκ τῆσδ' ἕδρας Soph. O. C. 37; ἔξω τῆσδε χθονός Eur. Phoen. 479; ἐξεληλυθότες ἐκ Σπάρτης Her. 9, 12; οὐκ ἐπὶ θεωρίαν [[πώποτε]] ἐκ τῆς πόλεως ἐξῆλθες Plat. Crit. 52 b; Phaed. 59 d; [[ὅθεν]], [[ἐνθένδε]], Tim. 79 b Crit. 44 e; absolut, fortgehen, ausziehen, Il. 9, 476; ἔξελθε πρὸς Λέρνης λειμῶνα Aesch. Prom. 655; ἐπὶ φορβῆς νόστον ἐξελήλυθεν Soph. Phil. 43; ἔξελθ' ἀμείψας στέγας 1246; ἐπὶ φόνον Eur. Or. 608; εἰς ἔλεγχον, geprüft werden, Alc. 650; ἐς χερῶν ἅμιλλάν τινι, ins Handgemenge gerathen, Hec. 226; vom Heere, Thuc. 2, 21; Xen. Hell. 7, 5, 6 u. A.; ἔξοδον Xen. Hell. 1, 2, 17, στρατείαν Aesch. 2, 168; ἄεθλα, Soph. Tr. 505, den Kampf bestehen; anders ist der acc. [[ἐξῆλθον]] τὴν Περσίδα χώραν, aus dem Lande, Her. 7, 29; vgl. Arist. pol. 3, 14; οὐκ ἂν ἔφασκεν ἐκ τῆς πόλεως [[ἐξελθεῖν]] οὐδὲ τὸν ἕτερον πόδα Din. 1, 82, auch nicht mit einem Fuße. – Auch von leblosen Dingen, οὐδεὶς τῶν λόγων ἐξέρχεται παρ' ἐμοῦ Plat. Theaet. 161 b; [[ὅθεν]] ἐξῆλθε τὸ [[πνεῦμα]] Tim. 79 b; von Krankheiten, die den Menschen verlassen, Hippocr. – Von der Zeit, vergehen, verstreichen, [[τίς]] [[χρόνος]] τοῖσδ' ἐστὶν οὑξεληλυθώς; Soph. O. R. 735; Her. 2, 139; ἐλέγοντο αἱ σπονδαὶ ἐξεληλυθέναι, abgelaufen, Xen. Hell. 5, 2, 2; ἐπειδὰν ὁ ἐνιαυτὸς ἐξέλθῃ Plat. Polit. 298 e; Phaed. 108 e; Xen. An. 7, 5, 4 u. A. – Das Maaß überschreiten, εἴ ποτ' ἐξέρχεται, δυνατὸν δ' ἐστὶν ἐπανορθοῦσθαι Plat. Legg. I, 644 b; τὰ νόμιμα, übertreten, Ath. XII, 536 a. – 2) ausgehen, in [[Erfüllung gehen]]. εἰς [[τέλος]] ἐξέρχεσθαι Hes. O. 215; μή μοι Φοῖβος ἐξέλθῃ [[σαφής]] Soph. O. R. 1011, Schol. μὴ οἱ χρησμοὶ τοῦ Φοίβου τελεσθῶσι; so von Träumen u. Orakeln, Her. 6, 82, [[ταύτῃ]] τὴν ὄψιν συνεβάλετο ἐξεληλυθέναι 107; ähnl. [[ἰσόψηφος]] [[δίκη]] ἐξῆλθ' ἀληθῶς Aesch. Eum. 763; τὰ δύσφορα εἰ τύχοι κατ' ὀρθὸν ἐξελθόντα, wenn es gut ausschlägt, Soph. O. R. 88; [[τοιόσδε]] δ' ἐκφὺς οὐκ ἂν ἐξέλθοιμ' ἔτι ποτ' [[ἄλλος]], ich möchte wohl nicht anders werden, ib. 1084; ἀριθμὸς καὶ [[ἄλλοθεν]] οὐκ [[ἐλάσσων]] ἐξέλθοι, wo auch wir »her-»auskommen« sagen, Xen. Hell. 6, 1, 5.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ἔξειμι]], <i>ao.2</i> ἐξῆλθον, <i>pf.</i> ἐξελήλυθα;<br />aller hors de :<br /><b>I.</b> <i>en parl. de pers.</i><br /><b>1</b> sortir, avec le gén. : πόληος IL, τείχεος IL, οἴκων EUR sortir d'une ville, d'un rempart, d'une maison ; <i>rar. avec l'acc.</i> [[ἐξ]]. τὸ [[ἄστυ]] HDT, χώρην HDT sortir de la ville, d'un pays ; <i>fig.</i> [[ἐκ]] [[τῶν]] ἐφήβων [[εἰς]] τοὺς τελείους XÉN sortir de la classe des éphèbes pour entrer dans celle des hommes faits;<br /><b>2</b> sortir pour aller au loin, partir : ἐπὶ θήραν XÉN pour la chasse ; <i>avec idée d'hostilité</i> [[ἐπί]] τινα marcher contre qqn ; [[ἐξ]]. ἔξοδον XÉN partir ; [[ἐξ]]. στρατείαν ESCHN partir pour une expédition ; νόστον [[ἐξ]]. SOPH partir pour retourner;<br /><b>3</b> en venir à : [[ἐς]] χερῶν ἄμιλλόν τινι EUR à lutter avec qqn ; [[εἰς]] ἔλεγχον EUR à une preuve ; <i>avec l'acc.</i> : [[τι]] à qch ; exécuter, accomplir qch;<br /><b>4</b> sortir d'une épreuve, d'un examen ; être prouvé, démontré : [[ἄλλος]] [[ἐξέρχομαι]] SOPH je sors de là autre, il résulte de là, il est établi par là que je deviens autre;<br /><b>II.</b> <i>en parl. de choses</i>;<br /><b>1</b> sortir, se faire jour, avoir une issue, aboutir ; <i>en parl. d'événements, d'oracles, de songes</i> arriver à son terme : κατ’ ὀρθὸν [[ἐξ]]. SOPH avoir une heureuse issue ; ἐξῆλθε ἡ [[μῆνις]] HDT sa vengeance fut satisfaite;<br /><b>2</b> <i>en parl. du temps</i> être passé, écoulé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἔρχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξέρχομαι''': μέλλ. -ελεύσομαι (παρὰ δὲ τοῖς Ἀττ. ὡς μέλλ. παραλαμβάνεται τὸ [[ἔξειμι]], καθὼς καὶ ὡς παρατατ., τὸ ἐξήειν): ἀόρ. [[ἐξῆλθον]], ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[χρόνος]]: Ἀποθ. Ἐκβαίνω ἔκ τινος τόπου, [[ἐξέρχομαι]], μετὰ γεν. τόπου, δόμων, πόληος, πυλάων, τείχεος Ὅμ.· ἐκ δ’ ἦλθε κλισίης Ἰλ. Κ. 140· ἐξέρχεσθαι δωμάτων, χθονός, κτλ.· Αἰσχύλ. Χο. 663, κτλ.· ἐξ. ἐκ... Ἡρόδ. 8. 75, 9. 12, Σοφ. Ο. Τ. 37, κτλ., ἔξω... Εὐρ. Φοίν. 476· ἐπὶ ὑποκριτοῦ, [[παρουσιάζομαι]] ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 240, Ὄρν. 512. β) σπανίως μετ’ αἰτ., ὡς τὸ Λατ. egredi, [[ἐξῆλθον]] τὴν Περσίδα χώραν Ἡρόδ. 7. 29· ἐξ. τὸ ἄστυ ὁ αὐτὸς 5. 104, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 3. γ) ἀπολ., [[ἀπέρχομαι]], ἀναχωρῶ, Ἰλ. Ι. 576, Θουκ. 2. 21, κτλ: [[ὡσαύτως]] = [[ἐξέρχομαι]] κατά τινος, ἐπ’ αὐτὸν ἐξελθόντες Ἡρόδ. 1. 36· ἀλλ’ ἐπὶ ἀνθρώπου πράξαντος ἀκούσιον φόνον, μεθίσταμαι, [[ἀπέρχομαι]] ἐκ τῆς χώρας [[ὅπως]] ἀποφύγω τὴν δίκην, Λατ. exulare, οὕτω δὲ ἀντιτίθεται τῷ [[φεύγω]], τῷ ἐξεληλυθότων εἰπεῖν, ἀλλὰ μὴ πεφευγότων Δημ. 634. 21. δ) μετὰ συστοίχ. αἰτ., [[ἐξέρχομαι]] εἰς ἐκστρατείαν, κτλ.· ἐξ. ἔξοδον Ξεν. Ἑλλην. 1. 2, 17· στρατείαν Αἰσχίν. 50. 34· οὕτω, παγκόνιτά τε [[ἐξῆλθον]] ἄεθλ’ ἀγώνων, διεξῆλθον, Σοφ. Τρ. 505, νίκης ἔχων ἐξῆλθε... [[γέρας]], ὁ αὐτὸς Ἠλ. 687· νόστον ἐξ. (ἴδε [[νόστος]]) ὁ αὐτὸς Φιλ. 43. ε) μετὰ προθ., ἐξ. ἐπὶ θήραν, ἐπὶ θεωρίαν, κτλ., Ξεν. Κύρ. 1. 2, 11, κτλ.· κρατοῦντες τὸν ἐχθρὸν ἐπὶ πλεῖστον ἐξέρχονται, ἐπεκτείνουσι τὰς ἐκ τῆς νίκης ὠφελείας ἐπὶ πλεῖστον, Θουκ. 1. 70· σοῦ γ’ εἰς τόδ’ ἐξελθόντος ἀνόσιον [[στόμα]], ἀφοῦ παρεξετράπῃς τόσον [[ὥστε]] νὰ ἐκβάλῃς τοῦ στόματός σου τόσον ἀνοσίους λόγους, Σοφ. Ο. Κ. 981· [[ὡσαύτως]], ἐξέρχεσθαι εἴς τινας, ἐξέρχεσθαι ἔκ τινος τάξεως καὶ μεταβαίνειν εἰς [[ἄλλην]], ὡς ἐξέρχονται εἰς τοὺς τελείους ἐκ τῆς τάξεως τῶν ἐφήβων δηλ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 12. 2) ἔδειξας εἰς ἔλεγχον ἐξελθὼν ὃς εἶ, παρουσιασθεὶς εἰς ἔλεγχον, δοκιμασθεὶς ἔδειξας τίς εἶσαι, Εὐρ. Ἄλκ. 640· μήτ’ ἐς χερῶν ἅμιλλαν ἐξέλθῃς ἐμοί, [[μήτε]] νὰ τολμήσῃς νὰ ἔλθῃς εἰς ἅμιλλαν χειρῶν [[ἐναντίον]] μου, Εὐρ. Ἑκ. 226: ― [[γίνομαι]], ἀποδείκνυμαι, [[τοιόσδε]] δ’ ἐκφὺς οὐκ ἂν ἐξέλθοιμ’ ἔτι ποτ’ [[ἄλλος]] Σοφ. Ο. Τ. 1084· παύομαι, ἀντίθετον τῷ καθίσταμαι, ἃ ἔχοντες ἐς τόν... πόλεμον καθίσταντο... [[ταῦτα]] ἔχοντας καὶ ἐξελθεῖν Θουκ. 5. 31. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐπιτελῶ, καὶ ἃ μὲν ἐπινοήσαντες μὴ ἐξέλθωσιν οἰκεῖα στέρεσθαι ἡγοῦνται Θουκ. 1. 70· τὸ πολὺ τοῦ ἔργου [[ἐξῆλθον]] ὁ αὐτὸς 3. 108· πρβλ., [[ἐπεξέρχομαι]] ΙΙ. 2. 4) ἀπολ., [[ἐξέρχομαι]] τῆς εὐθείας ὁδοῦ, «παραστρατῶ», Πλάτ. Νόμοι 644Β· οὕτω καί, τὰ τῆς Σπάρτης ἐξελθὼν [[νόμιμα]], παραβάς, Νύμφις παρ’ Ἀθην. 536Α. 5) μετ’ αἰτ. τοῦ ὀργάνου τῆς κινήσεως, ἐξελθεῖν [[πόδα]] Δείναρχ. 100. 35· πρβλ. βαίνω ΙΙ. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[παρέρχομαι]], [[λήγω]], ἀλλὰ γάρ οἱ ἐξεληλυθέναι τὸν χρόνον ὁκόσον κεχρῆσθαι ἄρξαντα Αἰγύπτου ἐκχωρήσειν Ἡρόδ. 2. 139· [[χρόνος]] οὑξεληλυθὼς Σοφ. Ο. Τ. 735· τοῦ ἐξελθόντος μηνὸς Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 44· ἐπειδάν... ὁ ἐνιαυτὸς ἐξέλθῃ Πλάτ. Πολιτικ. 298Ε· ἐλέγοντο δὲ καὶ αἱ σπονδαὶ ἐξεληλυθέναι Ξεν. Ἑλλην. 5. 2, 2· ἐπὶ νόσου, Ἱππ. 465. 49. 2) ἐπὶ πολιτικῶν ἀρχῶν ὧν ἡ [[περίοδος]] ἔληξεν, ἡ ἐξελθοῦσα [[βουλή]], [[ψήφισμα]] παρ’ Ἀνδοκ. 10· 37, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 7. ΙΙΙ. ἐπὶ προφητειῶν, ἐνυπνίων, συμβεβηκότων, κτλ., [[ἀληθεύω]], ἐκπληροῦμαι, Λατ. exire, evenire, ἐς [[τέλος]] ἐξελθοῦσα, «πληρωθεῖσα καιρῷ τινι» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 216· ἀπολ., τὴν ὄψιν συνεβάλετο ἐξεληλυθέναι Ἡρόδ. 6. 107, πρβλ. 82· οὐδ’ ἐπαύσατο (ἡ [[μῆνις]] [[αὐτοῦ]]) πρὶν ἢ ἐξῆλθε, ἱκανοποιήθη, ὁ αὐτὸς 7. 137· [[οὕτως]], [[ἰσόψηφος]] [[δίκη]] ἐξῆλθ’, ἐγένετο, Αἰσχύλ. Εὐμ. 795· εἰ τύχοι κατ’ ὀρθὸν ἐξελθόντα, νὰ τελειώσωσι [[καλῶς]], Σοφ. Ο. Τ. 88· [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] μὲν γάρ, ἔφη, καὶ [[ἄλλοθεν]] οὐκ ἂν [[ἐλάττων]] ἐξέλθοι, δυνατὸν νὰ στρατολογηθῇ καὶ [[ἄλλοθεν]] οὐχὶ μικρότερος [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] στρατιωτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 5· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ προσώπων, ταρβῶν γε μή μοι Φοῖβος ἐξέλθῃ [[σαφής]], φοβούμενος [[μήπως]] ὁ Φοῖβος φανῇ δι’ ἐμὲ ἀληθὴς [[προφήτης]], Σοφ. Ο. Τ. 1011· [[ἐξέρχομαι]] εἰς φῶς, γεννῶμαι, τὰ μὲν τετελειωμένα, τὰ δὲ ἀτελῆ ἐξέρχεται Ἀριστ. Πρβλ. 10. 46. 2) ἐπὶ λόγων, οὐδεὶς τῶν λόγων ἐξέρχεται παρ’ ἐμοῦ, ἀλλ’ ἀεὶ παρὰ τοῦ ἐμοὶ προσδιαλεγομένου Πλάτ. Θεαίτ. 161Β· ἐπὶ χρημάτων, ἐξέρχεται δὲ [[οὐδαμόσε]] (τὸ [[χρυσίον]] καὶ [[ἀργύριον]] ἐκ Λακεδαίμονος) ὁ αὐτὸς Ἀλκ. 1. 122Ε.
|lstext='''ἐξέρχομαι''': μέλλ. -ελεύσομαι (παρὰ δὲ τοῖς Ἀττ. ὡς μέλλ. παραλαμβάνεται τὸ [[ἔξειμι]], καθὼς καὶ ὡς παρατατ., τὸ ἐξήειν): ἀόρ. [[ἐξῆλθον]], ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[χρόνος]]: Ἀποθ. Ἐκβαίνω ἔκ τινος τόπου, [[ἐξέρχομαι]], μετὰ γεν. τόπου, δόμων, πόληος, πυλάων, τείχεος Ὅμ.· ἐκ δ’ ἦλθε κλισίης Ἰλ. Κ. 140· ἐξέρχεσθαι δωμάτων, χθονός, κτλ.· Αἰσχύλ. Χο. 663, κτλ.· ἐξ. ἐκ... Ἡρόδ. 8. 75, 9. 12, Σοφ. Ο. Τ. 37, κτλ., ἔξω... Εὐρ. Φοίν. 476· ἐπὶ ὑποκριτοῦ, [[παρουσιάζομαι]] ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 240, Ὄρν. 512. β) σπανίως μετ’ αἰτ., ὡς τὸ Λατ. egredi, [[ἐξῆλθον]] τὴν Περσίδα χώραν Ἡρόδ. 7. 29· ἐξ. τὸ ἄστυ ὁ αὐτὸς 5. 104, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 3. γ) ἀπολ., [[ἀπέρχομαι]], ἀναχωρῶ, Ἰλ. Ι. 576, Θουκ. 2. 21, κτλ: [[ὡσαύτως]] = [[ἐξέρχομαι]] κατά τινος, ἐπ’ αὐτὸν ἐξελθόντες Ἡρόδ. 1. 36· ἀλλ’ ἐπὶ ἀνθρώπου πράξαντος ἀκούσιον φόνον, μεθίσταμαι, [[ἀπέρχομαι]] ἐκ τῆς χώρας [[ὅπως]] ἀποφύγω τὴν δίκην, Λατ. exulare, οὕτω δὲ ἀντιτίθεται τῷ [[φεύγω]], τῷ ἐξεληλυθότων εἰπεῖν, ἀλλὰ μὴ πεφευγότων Δημ. 634. 21. δ) μετὰ συστοίχ. αἰτ., [[ἐξέρχομαι]] εἰς ἐκστρατείαν, κτλ.· ἐξ. ἔξοδον Ξεν. Ἑλλην. 1. 2, 17· στρατείαν Αἰσχίν. 50. 34· οὕτω, παγκόνιτά τε [[ἐξῆλθον]] ἄεθλ’ ἀγώνων, διεξῆλθον, Σοφ. Τρ. 505, νίκης ἔχων ἐξῆλθε... [[γέρας]], ὁ αὐτὸς Ἠλ. 687· νόστον ἐξ. (ἴδε [[νόστος]]) ὁ αὐτὸς Φιλ. 43. ε) μετὰ προθ., ἐξ. ἐπὶ θήραν, ἐπὶ θεωρίαν, κτλ., Ξεν. Κύρ. 1. 2, 11, κτλ.· κρατοῦντες τὸν ἐχθρὸν ἐπὶ πλεῖστον ἐξέρχονται, ἐπεκτείνουσι τὰς ἐκ τῆς νίκης ὠφελείας ἐπὶ πλεῖστον, Θουκ. 1. 70· σοῦ γ’ εἰς τόδ’ ἐξελθόντος ἀνόσιον [[στόμα]], ἀφοῦ παρεξετράπῃς τόσον [[ὥστε]] νὰ ἐκβάλῃς τοῦ στόματός σου τόσον ἀνοσίους λόγους, Σοφ. Ο. Κ. 981· [[ὡσαύτως]], ἐξέρχεσθαι εἴς τινας, ἐξέρχεσθαι ἔκ τινος τάξεως καὶ μεταβαίνειν εἰς [[ἄλλην]], ὡς ἐξέρχονται εἰς τοὺς τελείους ἐκ τῆς τάξεως τῶν ἐφήβων δηλ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 12. 2) ἔδειξας εἰς ἔλεγχον ἐξελθὼν ὃς εἶ, παρουσιασθεὶς εἰς ἔλεγχον, δοκιμασθεὶς ἔδειξας τίς εἶσαι, Εὐρ. Ἄλκ. 640· μήτ’ ἐς χερῶν ἅμιλλαν ἐξέλθῃς ἐμοί, [[μήτε]] νὰ τολμήσῃς νὰ ἔλθῃς εἰς ἅμιλλαν χειρῶν [[ἐναντίον]] μου, Εὐρ. Ἑκ. 226: ― [[γίνομαι]], ἀποδείκνυμαι, [[τοιόσδε]] δ’ ἐκφὺς οὐκ ἂν ἐξέλθοιμ’ ἔτι ποτ’ [[ἄλλος]] Σοφ. Ο. Τ. 1084· παύομαι, ἀντίθετον τῷ καθίσταμαι, ἃ ἔχοντες ἐς τόν... πόλεμον καθίσταντο... [[ταῦτα]] ἔχοντας καὶ ἐξελθεῖν Θουκ. 5. 31. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐπιτελῶ, καὶ ἃ μὲν ἐπινοήσαντες μὴ ἐξέλθωσιν οἰκεῖα στέρεσθαι ἡγοῦνται Θουκ. 1. 70· τὸ πολὺ τοῦ ἔργου [[ἐξῆλθον]] ὁ αὐτὸς 3. 108· πρβλ., [[ἐπεξέρχομαι]] ΙΙ. 2. 4) ἀπολ., [[ἐξέρχομαι]] τῆς εὐθείας ὁδοῦ, «παραστρατῶ», Πλάτ. Νόμοι 644Β· οὕτω καί, τὰ τῆς Σπάρτης ἐξελθὼν [[νόμιμα]], παραβάς, Νύμφις παρ’ Ἀθην. 536Α. 5) μετ’ αἰτ. τοῦ ὀργάνου τῆς κινήσεως, ἐξελθεῖν [[πόδα]] Δείναρχ. 100. 35· πρβλ. βαίνω ΙΙ. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[παρέρχομαι]], [[λήγω]], ἀλλὰ γάρ οἱ ἐξεληλυθέναι τὸν χρόνον ὁκόσον κεχρῆσθαι ἄρξαντα Αἰγύπτου ἐκχωρήσειν Ἡρόδ. 2. 139· [[χρόνος]] οὑξεληλυθὼς Σοφ. Ο. Τ. 735· τοῦ ἐξελθόντος μηνὸς Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 44· ἐπειδάν... ὁ ἐνιαυτὸς ἐξέλθῃ Πλάτ. Πολιτικ. 298Ε· ἐλέγοντο δὲ καὶ αἱ σπονδαὶ ἐξεληλυθέναι Ξεν. Ἑλλην. 5. 2, 2· ἐπὶ νόσου, Ἱππ. 465. 49. 2) ἐπὶ πολιτικῶν ἀρχῶν ὧν ἡ [[περίοδος]] ἔληξεν, ἡ ἐξελθοῦσα [[βουλή]], [[ψήφισμα]] παρ’ Ἀνδοκ. 10· 37, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 7. ΙΙΙ. ἐπὶ προφητειῶν, ἐνυπνίων, συμβεβηκότων, κτλ., [[ἀληθεύω]], ἐκπληροῦμαι, Λατ. exire, evenire, ἐς [[τέλος]] ἐξελθοῦσα, «πληρωθεῖσα καιρῷ τινι» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 216· ἀπολ., τὴν ὄψιν συνεβάλετο ἐξεληλυθέναι Ἡρόδ. 6. 107, πρβλ. 82· οὐδ’ ἐπαύσατο (ἡ [[μῆνις]] [[αὐτοῦ]]) πρὶν ἢ ἐξῆλθε, ἱκανοποιήθη, ὁ αὐτὸς 7. 137· [[οὕτως]], [[ἰσόψηφος]] [[δίκη]] ἐξῆλθ’, ἐγένετο, Αἰσχύλ. Εὐμ. 795· εἰ τύχοι κατ’ ὀρθὸν ἐξελθόντα, νὰ τελειώσωσι [[καλῶς]], Σοφ. Ο. Τ. 88· [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] μὲν γάρ, ἔφη, καὶ [[ἄλλοθεν]] οὐκ ἂν [[ἐλάττων]] ἐξέλθοι, δυνατὸν νὰ στρατολογηθῇ καὶ [[ἄλλοθεν]] οὐχὶ μικρότερος [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] στρατιωτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 5· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ προσώπων, ταρβῶν γε μή μοι Φοῖβος ἐξέλθῃ [[σαφής]], φοβούμενος [[μήπως]] ὁ Φοῖβος φανῇ δι’ ἐμὲ ἀληθὴς [[προφήτης]], Σοφ. Ο. Τ. 1011· [[ἐξέρχομαι]] εἰς φῶς, γεννῶμαι, τὰ μὲν τετελειωμένα, τὰ δὲ ἀτελῆ ἐξέρχεται Ἀριστ. Πρβλ. 10. 46. 2) ἐπὶ λόγων, οὐδεὶς τῶν λόγων ἐξέρχεται παρ’ ἐμοῦ, ἀλλ’ ἀεὶ παρὰ τοῦ ἐμοὶ προσδιαλεγομένου Πλάτ. Θεαίτ. 161Β· ἐπὶ χρημάτων, ἐξέρχεται δὲ [[οὐδαμόσε]] (τὸ [[χρυσίον]] καὶ [[ἀργύριον]] ἐκ Λακεδαίμονος) ὁ αὐτὸς Ἀλκ. 1. 122Ε.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ἔξειμι]], <i>ao.2</i> ἐξῆλθον, <i>pf.</i> ἐξελήλυθα;<br />aller hors de :<br /><b>I.</b> <i>en parl. de pers.</i><br /><b>1</b> sortir, avec le gén. : πόληος IL, τείχεος IL, οἴκων EUR sortir d'une ville, d'un rempart, d'une maison ; <i>rar. avec l'acc.</i> [[ἐξ]]. τὸ [[ἄστυ]] HDT, χώρην HDT sortir de la ville, d'un pays ; <i>fig.</i> [[ἐκ]] [[τῶν]] ἐφήβων [[εἰς]] τοὺς τελείους XÉN sortir de la classe des éphèbes pour entrer dans celle des hommes faits;<br /><b>2</b> sortir pour aller au loin, partir : ἐπὶ θήραν XÉN pour la chasse ; <i>avec idée d'hostilité</i> [[ἐπί]] τινα marcher contre qqn ; [[ἐξ]]. ἔξοδον XÉN partir ; [[ἐξ]]. στρατείαν ESCHN partir pour une expédition ; νόστον [[ἐξ]]. SOPH partir pour retourner;<br /><b>3</b> en venir à : [[ἐς]] χερῶν ἄμιλλόν τινι EUR à lutter avec qqn ; [[εἰς]] ἔλεγχον EUR à une preuve ; <i>avec l'acc.</i> : [[τι]] à qch ; exécuter, accomplir qch;<br /><b>4</b> sortir d'une épreuve, d'un examen ; être prouvé, démontré : [[ἄλλος]] [[ἐξέρχομαι]] SOPH je sors de là autre, il résulte de là, il est établi par là que je deviens autre;<br /><b>II.</b> <i>en parl. de choses</i>;<br /><b>1</b> sortir, se faire jour, avoir une issue, aboutir ; <i>en parl. d'événements, d'oracles, de songes</i> arriver à son terme : κατ’ ὀρθὸν [[ἐξ]]. SOPH avoir une heureuse issue ; ἐξῆλθε ἡ [[μῆνις]] HDT sa vengeance fut satisfaite;<br /><b>2</b> <i>en parl. du temps</i> être passé, écoulé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἔρχομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth