Anonymous

ἐξανύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0870.png Seite 870]] (s. [[ἀνύω]]), 1) vollenden, ausführen; Θέτιδος δ' ἐξήνυσε βουλάς Il. 8, 370; τί μοι ἐξανύσεις [[χρέος]] Soph. O. R. 157; θεῶν πάνθυτα θέσμι' ἐξήνυσε Ai. 699, Schol. ἐξεπλήρωσε; μοῖραν πόνων ἐξανύσειν [mit langem υ, wie es scheint], 909; ἄστρων πόλον Eur. Or. 1685; sp. D. Auch im med., ἐξανύσασθαι τάφον τέκνοις, ein Grab erlangen, Eur. Suppl. 297, vgl. Bacch. 131. Wie Eur. sagt ταχύπουν [[ἴχνος]] ἐξανύων, Tr. 232, u. δρόμον, Phoen. 164, so wird mit Weglassung des acc. gesagt ἐξανύουσι τῆς Μαγνησίης χώρης ἐπὶ Σηπιάδα, gehen nach Sep., Her. 7, 183; ἐπεὰν αὐτήμερον νηῦς ἐξανύσῃ ἐκ τῆς ὑμετέρης εἰς τὴν ἡμετέρην 6, 139. – 2) von lebenden Wesen, tödten; Il. 11, 365. 20, 452; λέοντας Eur. Herc. Fur. 1273; in Prosa, Ann. Illyr. 15 B. Civ. 2, 73.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0870.png Seite 870]] (s. [[ἀνύω]]), 1) vollenden, ausführen; Θέτιδος δ' ἐξήνυσε βουλάς Il. 8, 370; τί μοι ἐξανύσεις [[χρέος]] Soph. O. R. 157; θεῶν πάνθυτα θέσμι' ἐξήνυσε Ai. 699, Schol. ἐξεπλήρωσε; μοῖραν πόνων ἐξανύσειν [mit langem υ, wie es scheint], 909; ἄστρων πόλον Eur. Or. 1685; sp. D. Auch im med., ἐξανύσασθαι τάφον τέκνοις, ein Grab erlangen, Eur. Suppl. 297, vgl. Bacch. 131. Wie Eur. sagt ταχύπουν [[ἴχνος]] ἐξανύων, Tr. 232, u. δρόμον, Phoen. 164, so wird mit Weglassung des acc. gesagt ἐξανύουσι τῆς Μαγνησίης χώρης ἐπὶ Σηπιάδα, gehen nach Sep., Her. 7, 183; ἐπεὰν αὐτήμερον νηῦς ἐξανύσῃ ἐκ τῆς ὑμετέρης εἰς τὴν ἡμετέρην 6, 139. – 2) von lebenden Wesen, tödten; Il. 11, 365. 20, 452; λέοντας Eur. Herc. Fur. 1273; in Prosa, Ann. Illyr. 15 B. Civ. 2, 73.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἐξήνυον, <i>ao.</i> ἐξήνυσα;<br /><i>c.</i> [[ἐξανύτω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀνύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξᾰνύω''': Ἀττ. -ανύτω: μέλλ. -ύσω ῠ, ἐκτελῶ, ἐκπληρῶ, Λατ. conficere, Θέτιδος δ’ ἐξήνυσε βουλάς, «ἐτέλεσεν, ἐκπλήρωσε» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 370· θεῶν θέσμι’ ἐξήνυσε Σοφ. Αἴ. 712· ἔμελλες ἐξανύσειν κακὰν μοῖραν [[αὐτόθι]] 926· τί μοι ἐξανύσεις [[χρέος]] ὁ αὐτ. Ο. Τ. 156· πάθεα Εὐρ. Ἴων 1066: - Μέσ., ἐπιτελῶ τι, τί δ’ ἐγὼ κακῶν [[μῆχος]] ἐξανύσωμαι; ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 536· τέκνοις τάφον ὁ αὐτ. Ἱκ. 285. 2) τελειώνω, ἀποτελειώνω, δηλ. [[φονεύω]], Λατ. conficere, ἦ θήν σ’ [[ἐξανύω]] γε καὶ [[ὕστερον]] ἀντιβολήσας, «[[ὄντως]] δή δε καὶ μετὰ [[ταῦτα]] ἀπαντήσας κατεργάσομαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 365, Υ. 452· πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1273. 3) ἐπὶ χρόνου καὶ ἀποστάσεως, [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], τελειώνω, ἁμέραν τάνδε ἐξανύσασα Εὐρ. Μήδ. 649· δρόμον, [[ἴχνος]], πόρον ἐξ. ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 164, Τρῳ. 232, Ι. Τ. 897: - ἀπόλ. (ὡς τὸ [[ἀνύω]] Ι. 3), τελειώνω τὴν ὁδόν μου [[πρός]] τινα τόπον, [[φθάνω]] εἰς αὐτόν, ἐς ἢ ἐπὶ τόπον Ἡρόδ. 6. 139., 7. 183· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. τόπου, ἐξανύσαι τάν... νεκρῶν πλάκα ([[οὕτως]] ὁ Vauvill ἀντὶ ἐκτανύσαι) Σοφ. Ο. Κ. 1562· πόλον ἐξανύσας Εὐρ. Ὀρ. 1685· καθιστῶ, λαθίπονον δ’ ὀδυνᾶν οὔτ’ [[ἔνδοθεν]] [[οὔτε]] [[θύραθεν]] ἔστι μοι ἐξανύσαι Σοφ. Τραχ. 1023. 4) μετ’ ἀπαρ., κατορθώνω νὰ [[κάμνω]] τι, Λατ. efficere ut..., [[ἐπειδὴ]] τοῖσιν οὐκ ἐξήνυτον Κύπριν κρατῆσαι, κατθανεῖν ἔδοξέ μοι κράτιστον Εὐρ. Ἱππ. 400. 5) Μέσ., [[λαμβάνω]] τι [[παρά]] τινος, [[παρά]]... ματέρος ἐξανύσαντο θεᾶς ὁ αὐτ. Βάκχ. 131, πρβλ. [[ἀνύω]] 1. 7.
|lstext='''ἐξᾰνύω''': Ἀττ. -ανύτω: μέλλ. -ύσω ῠ, ἐκτελῶ, ἐκπληρῶ, Λατ. conficere, Θέτιδος δ’ ἐξήνυσε βουλάς, «ἐτέλεσεν, ἐκπλήρωσε» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 370· θεῶν θέσμι’ ἐξήνυσε Σοφ. Αἴ. 712· ἔμελλες ἐξανύσειν κακὰν μοῖραν [[αὐτόθι]] 926· τί μοι ἐξανύσεις [[χρέος]] ὁ αὐτ. Ο. Τ. 156· πάθεα Εὐρ. Ἴων 1066: - Μέσ., ἐπιτελῶ τι, τί δ’ ἐγὼ κακῶν [[μῆχος]] ἐξανύσωμαι; ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 536· τέκνοις τάφον ὁ αὐτ. Ἱκ. 285. 2) τελειώνω, ἀποτελειώνω, δηλ. [[φονεύω]], Λατ. conficere, ἦ θήν σ’ [[ἐξανύω]] γε καὶ [[ὕστερον]] ἀντιβολήσας, «[[ὄντως]] δή δε καὶ μετὰ [[ταῦτα]] ἀπαντήσας κατεργάσομαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 365, Υ. 452· πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1273. 3) ἐπὶ χρόνου καὶ ἀποστάσεως, [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], τελειώνω, ἁμέραν τάνδε ἐξανύσασα Εὐρ. Μήδ. 649· δρόμον, [[ἴχνος]], πόρον ἐξ. ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 164, Τρῳ. 232, Ι. Τ. 897: - ἀπόλ. (ὡς τὸ [[ἀνύω]] Ι. 3), τελειώνω τὴν ὁδόν μου [[πρός]] τινα τόπον, [[φθάνω]] εἰς αὐτόν, ἐς ἢ ἐπὶ τόπον Ἡρόδ. 6. 139., 7. 183· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. τόπου, ἐξανύσαι τάν... νεκρῶν πλάκα ([[οὕτως]] ὁ Vauvill ἀντὶ ἐκτανύσαι) Σοφ. Ο. Κ. 1562· πόλον ἐξανύσας Εὐρ. Ὀρ. 1685· καθιστῶ, λαθίπονον δ’ ὀδυνᾶν οὔτ’ [[ἔνδοθεν]] [[οὔτε]] [[θύραθεν]] ἔστι μοι ἐξανύσαι Σοφ. Τραχ. 1023. 4) μετ’ ἀπαρ., κατορθώνω νὰ [[κάμνω]] τι, Λατ. efficere ut..., [[ἐπειδὴ]] τοῖσιν οὐκ ἐξήνυτον Κύπριν κρατῆσαι, κατθανεῖν ἔδοξέ μοι κράτιστον Εὐρ. Ἱππ. 400. 5) Μέσ., [[λαμβάνω]] τι [[παρά]] τινος, [[παρά]]... ματέρος ἐξανύσαντο θεᾶς ὁ αὐτ. Βάκχ. 131, πρβλ. [[ἀνύω]] 1. 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἐξήνυον, <i>ao.</i> ἐξήνυσα;<br /><i>c.</i> [[ἐξανύτω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀνύω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth