Anonymous

ἐπαιγίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0894.png Seite 894]] (vgl. αἴξ), darauf losstürzen, andringen; ζέφυρος, [[οὖρος]] ἐπαιγίζων, Il. 2, 148 Od. 15, 293, [[βοῤῥᾶς]] Alciphr. 3, 42, überall [[λάβρος]] dabei, Paul. Sil. 30 (V, 286) von Eros λάβρον ἐπαιγίζων; Opp. von einem Flusse, ἐν πεδίοισι, durch das Gefilde hinbrausen, Cyn. 2, 125, vom Delphin, πόντον ἐπαιγίζει, durchstürmt das Meer, Hal. 2, 583.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0894.png Seite 894]] (vgl. αἴξ), darauf losstürzen, andringen; ζέφυρος, [[οὖρος]] ἐπαιγίζων, Il. 2, 148 Od. 15, 293, [[βοῤῥᾶς]] Alciphr. 3, 42, überall [[λάβρος]] dabei, Paul. Sil. 30 (V, 286) von Eros λάβρον ἐπαιγίζων; Opp. von einem Flusse, ἐν πεδίοισι, durch das Gefilde hinbrausen, Cyn. 2, 125, vom Delphin, πόντον ἐπαιγίζει, durchstürmt das Meer, Hal. 2, 583.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπαιγίσω;<br />s'élancer avec impétuosité sur <i>ou</i> dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αἰγίς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαιγίζω''': (αἰγὶς) ἐφορμῶ, [[ἐπιπίπτω]], δὶς παρ’ Ὁμήρῳ, ἐπὶ θυελλώδους ἀνέμου, ζέφυρος... [[λάβρος]] ἐπαιγίζων Ἰλ. Β. 148· [[οὖρον]]... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι’ αἰθέρος Ὀδ. Ο. 293· οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, λάβρον ἐπαιγίζων Ἀνθ. Π. 5. 286· ― ἐπὶ ποταμοῦ πλημμυρήσαντος καὶ καταβαίνοντος μετὰ [[μεγάλης]] ὁρμῆς, αὐτὸς δ’ ἐν μεσάτοισιν ἐπαίγιζεν πεδίοισιν αἰὲν ἀεξόμενος Ὀππ. Κυνηγ. 2. 125· μετ’ αἰτ., πόντον ἐπαιγίζει, ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, ὁ αὐτὸς ἐν Ἁλ. 2. 583. ― Πρβλ. [[καταιγίζω]]. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπαιγίζοντα· σφοδρότερον πνέοντα· καταιγίδες γὰρ αἱ τῶν ἀνέμων ἐμβολαί», καὶ «ἐπαιγίζων· ἐπικαταιγίζων, [[τουτέστι]] ἐπιπίπτων».
|lstext='''ἐπαιγίζω''': (αἰγὶς) ἐφορμῶ, [[ἐπιπίπτω]], δὶς παρ’ Ὁμήρῳ, ἐπὶ θυελλώδους ἀνέμου, ζέφυρος... [[λάβρος]] ἐπαιγίζων Ἰλ. Β. 148· [[οὖρον]]... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι’ αἰθέρος Ὀδ. Ο. 293· οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, λάβρον ἐπαιγίζων Ἀνθ. Π. 5. 286· ― ἐπὶ ποταμοῦ πλημμυρήσαντος καὶ καταβαίνοντος μετὰ [[μεγάλης]] ὁρμῆς, αὐτὸς δ’ ἐν μεσάτοισιν ἐπαίγιζεν πεδίοισιν αἰὲν ἀεξόμενος Ὀππ. Κυνηγ. 2. 125· μετ’ αἰτ., πόντον ἐπαιγίζει, ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, ὁ αὐτὸς ἐν Ἁλ. 2. 583. ― Πρβλ. [[καταιγίζω]]. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπαιγίζοντα· σφοδρότερον πνέοντα· καταιγίδες γὰρ αἱ τῶν ἀνέμων ἐμβολαί», καὶ «ἐπαιγίζων· ἐπικαταιγίζων, [[τουτέστι]] ἐπιπίπτων».
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπαιγίσω;<br />s'élancer avec impétuosité sur <i>ou</i> dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αἰγίς]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth