Anonymous

ἐπίκαιρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0945.png Seite 945]] zur rechten Zeit, am rechten Orte, gelegen; ἐπικαιρότατος [[ἰατήρ]] Pind. P. 4, 270; ἃ μἡ' πίκαιρα μηδὲ συμφέροντα Soph. O. R. 875; τρίποδ' ἀμφίπ υρον λουτρῶν ὁσίων θέσθ' ἐπίκαιρον, zum Bade tauglich, Ai. 1385; τὸ μὲν ἐπικαιρότατον [[χωρίον]] πρὸς τὰ ἐπὶ Θρᾴκης ἀποχρῆσθαι Thuc. 1, 68; [[νίκη]] 8, 106; φυλακαί Xen. Mem. 3, 6, 10; τὰ ἐπίκαιρα φυλάσσοντες Hier. 10, 5; τοὺς ἐπικαίρους τῶν τόπων Dem. 18, 27; Folgde. – Auch wie [[ἐπικαίριος]], leicht verwundbar, gefährlich, von Theilen des Körpers, Hippocr.; Arist. gener. an. 4, 1 part. an. 4, 2; auch [[ἕλκος]], Hippocr. – Zeitlich, vorübergehend, Ggstz [[ἀΐδιος]], Stob. fl. 5, 112; [[ζημία]] u. ä., Clem. Al. – Adv., Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0945.png Seite 945]] zur rechten Zeit, am rechten Orte, gelegen; ἐπικαιρότατος [[ἰατήρ]] Pind. P. 4, 270; ἃ μἡ' πίκαιρα μηδὲ συμφέροντα Soph. O. R. 875; τρίποδ' ἀμφίπ υρον λουτρῶν ὁσίων θέσθ' ἐπίκαιρον, zum Bade tauglich, Ai. 1385; τὸ μὲν ἐπικαιρότατον [[χωρίον]] πρὸς τὰ ἐπὶ Θρᾴκης ἀποχρῆσθαι Thuc. 1, 68; [[νίκη]] 8, 106; φυλακαί Xen. Mem. 3, 6, 10; τὰ ἐπίκαιρα φυλάσσοντες Hier. 10, 5; τοὺς ἐπικαίρους τῶν τόπων Dem. 18, 27; Folgde. – Auch wie [[ἐπικαίριος]], leicht verwundbar, gefährlich, von Theilen des Körpers, Hippocr.; Arist. gener. an. 4, 1 part. an. 4, 2; auch [[ἕλκος]], Hippocr. – Zeitlich, vorübergehend, Ggstz [[ἀΐδιος]], Stob. fl. 5, 112; [[ζημία]] u. ä., Clem. Al. – Adv., Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> opportun, favorable, convenable ; τὰ ἐπίκαιρα XÉN position avantageuse ; [[νῆσος]] [[ἐν]] ἐπικαιροτάτῳ κειμένη ISOCR île dans une situation très favorable ; [[ἐπίκαιρος]] [[πρός]] [[τι]], ἐπίκαιρός τινος avantageux <i>ou</i> utile pour qch;<br /><b>2</b> important;<br /><i>Sp.</i> ἐπικαιρότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[καιρός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίκαιρος''': -ον, ἐν καταλλήλῳ καιρῷ ἢ τόπῳ, [[ἔγκαιρος]], [[κατάλληλος]], [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], Σοφ. Ο. Τ. 875, Θουκ. 6, 34· [[νίκη]] ὁ αὐτ. 8. 106· ἐπὶ τόπων ἢ θέσεων, ἐπικαιρότατον [[χωρίον]] πρὸς τὰ ἐπὶ Θρᾴκης ἀποχρῆσθαι ὁ αὐτ. 1. 68· τὰ ἐπ., θέσεις σπουδαῖαι καὶ χρήσιμοι, Ξεν. Ἱερ. 19, 5· τοὺς ἐπικαίρους τῶν τόπων Δημ. 234. 14, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 1· [[νῆσος]] ἐν ἐπικαιροτάτῳ κειμένη Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 115· τὰ ἐπικαιρότατα Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 10· τοῦ πάθους τὸ ἐπ. Λογγῖν. 18. 2:- [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., τρίποδα… λουτρῶν ἐπίκαιρον = καιρὸν ἔχοντα λουτρῶν, κατάλληλον διά…, Σοφ. Αἴ. 1406:- ἐπὶ προσώπων, βοηθῶν ἐν καιρῷ ἀνάγκης, Πινδ. Π. 4. 488. 2) [[σπουδαῖος]], ἔχων μεγάλην σημασίαν, ἐπ. σημεῖα, σπουδαῖα συμπτώματα, Ἱππ. 964Α, πρβλ. 383. 36, κτλ.· ἐπ. [[τρῶμα]] ὁ αὐτ. 759G. 3) ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος, σπουδαίος, [[καίριος]], Ξεν. Ἱππ. 12, 7, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 35· ἐπ. τοῦ ζῆν, [[ἀναγκαῖος]] πρὸς ζωήν, [[αὐτόθι]] 1. 11, 5: ἐπὶ τραυμάτων ἢ ἑλκῶν, ἐπικίνδυνος (πρβλ. [[καίριος]]), ἐπ. [[ἕλκος]] Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 391.- Ἐπιρρ., ἐπικαίρως τετρῶσθαι Παυσ. 4. 8. 4. ΙΙ. [[πρόσκαιρος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀΐδιος]], Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 74. 16, Κλημ. Ἀλ. 220.
|lstext='''ἐπίκαιρος''': -ον, ἐν καταλλήλῳ καιρῷ ἢ τόπῳ, [[ἔγκαιρος]], [[κατάλληλος]], [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], Σοφ. Ο. Τ. 875, Θουκ. 6, 34· [[νίκη]] ὁ αὐτ. 8. 106· ἐπὶ τόπων ἢ θέσεων, ἐπικαιρότατον [[χωρίον]] πρὸς τὰ ἐπὶ Θρᾴκης ἀποχρῆσθαι ὁ αὐτ. 1. 68· τὰ ἐπ., θέσεις σπουδαῖαι καὶ χρήσιμοι, Ξεν. Ἱερ. 19, 5· τοὺς ἐπικαίρους τῶν τόπων Δημ. 234. 14, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 1· [[νῆσος]] ἐν ἐπικαιροτάτῳ κειμένη Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 115· τὰ ἐπικαιρότατα Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 10· τοῦ πάθους τὸ ἐπ. Λογγῖν. 18. 2:- [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., τρίποδα… λουτρῶν ἐπίκαιρον = καιρὸν ἔχοντα λουτρῶν, κατάλληλον διά…, Σοφ. Αἴ. 1406:- ἐπὶ προσώπων, βοηθῶν ἐν καιρῷ ἀνάγκης, Πινδ. Π. 4. 488. 2) [[σπουδαῖος]], ἔχων μεγάλην σημασίαν, ἐπ. σημεῖα, σπουδαῖα συμπτώματα, Ἱππ. 964Α, πρβλ. 383. 36, κτλ.· ἐπ. [[τρῶμα]] ὁ αὐτ. 759G. 3) ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος, σπουδαίος, [[καίριος]], Ξεν. Ἱππ. 12, 7, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 35· ἐπ. τοῦ ζῆν, [[ἀναγκαῖος]] πρὸς ζωήν, [[αὐτόθι]] 1. 11, 5: ἐπὶ τραυμάτων ἢ ἑλκῶν, ἐπικίνδυνος (πρβλ. [[καίριος]]), ἐπ. [[ἕλκος]] Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 391.- Ἐπιρρ., ἐπικαίρως τετρῶσθαι Παυσ. 4. 8. 4. ΙΙ. [[πρόσκαιρος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀΐδιος]], Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 74. 16, Κλημ. Ἀλ. 220.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> opportun, favorable, convenable ; τὰ ἐπίκαιρα XÉN position avantageuse ; [[νῆσος]] [[ἐν]] ἐπικαιροτάτῳ κειμένη ISOCR île dans une situation très favorable ; [[ἐπίκαιρος]] [[πρός]] [[τι]], ἐπίκαιρός τινος avantageux <i>ou</i> utile pour qch;<br /><b>2</b> important;<br /><i>Sp.</i> ἐπικαιρότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[καιρός]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater