Anonymous

ἐπιμετρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0962.png Seite 962]] zumessen, zutheilen, Hes. O. 395; – noch dazu messen, hinzufügen, οἱ δ' οὐχ οἷον συνεστάλησαν, ἀλλ' ἐπεμέτρησαν, sondern sie gingen noch weiter, Pol. 5, 15, 8; οὐκ ἐπιμετρῶν τὸν θυμὸν τοῖς πραττομένοις 5, 10, 3; ἐπὶ τοῖς [[ἐνενήκοντα]] ἔτεσιν, ἃ βεβίωκεν, ἄλλα τοσαῦτα ἐπιμετρήσας Luc. D. Mort. 5, 1, vgl. Philops. 24, wie Καίσαρι [[ἄλλην]] πενταετίαν ἐπιμετρηθῆναι τῆς στρατηγίας Plut. Caes. 31; δισχίλια τάλαντα δωρεὰν ταῖς μισθοφοραῖς Alex. 42; τῇ εὐχῇ, hinzusetzen, Luc. Navig. 18; τὸν οὐρανόν, durchmessen, Icarom. 6. – Intr., [[λόγος]] ἐπιμετρῶν, die eine Zugabe ausmacht, Pol. 15, 34, 1; so τὸ ἐπιμετροῦν 12, 15 E.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0962.png Seite 962]] zumessen, zutheilen, Hes. O. 395; – noch dazu messen, hinzufügen, οἱ δ' οὐχ οἷον συνεστάλησαν, ἀλλ' ἐπεμέτρησαν, sondern sie gingen noch weiter, Pol. 5, 15, 8; οὐκ ἐπιμετρῶν τὸν θυμὸν τοῖς πραττομένοις 5, 10, 3; ἐπὶ τοῖς [[ἐνενήκοντα]] ἔτεσιν, ἃ βεβίωκεν, ἄλλα τοσαῦτα ἐπιμετρήσας Luc. D. Mort. 5, 1, vgl. Philops. 24, wie Καίσαρι [[ἄλλην]] πενταετίαν ἐπιμετρηθῆναι τῆς στρατηγίας Plut. Caes. 31; δισχίλια τάλαντα δωρεὰν ταῖς μισθοφοραῖς Alex. 42; τῇ εὐχῇ, hinzusetzen, Luc. Navig. 18; τὸν οὐρανόν, durchmessen, Icarom. 6. – Intr., [[λόγος]] ἐπιμετρῶν, die eine Zugabe ausmacht, Pol. 15, 34, 1; so τὸ ἐπιμετροῦν 12, 15 E.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> mesurer pour distribuer (du blé, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> mesurer en sus, donner en surplus, en surcroît ; <i>avec idée de temps</i> dépasser, prolonger;<br /><b>3</b> mesurer dans toute son étendue, parcourir d’un bout à l'autre : τὸν οὐρανόν LUC le ciel.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μετρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιμετρέω''': μετρῶ εἴς τινα, οὐκ ἐπιδώσω οὐδ’ ἐπιμετρήσω ([[ἔνθα]] φαίνεται ὅτι κεῖται ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ δανείζειν), «[[προῖκα]] καὶ κατὰ [[χάριν]] παρέξω, οὐδ’ ἐπιμετρήσω μέτρῳ τινὶ καὶ μεδίμνῳ» (Τζέτζ.), «ἀντὶ τοῦ οὐ χρήσω» (Πρόκλ.), «οὐδ’ ἐφ’ οἷς ἐμέτρησα μετρήσω, [[ὥσπερ]] ἐφερμηνευτικὸν δοκεῖ τὸ ἐπιμετρήσω τοῦ ἐπιδώσω. κτλ.» (Μοσχόπ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 395. - Παθ., χωρὶς τοῦ ἀργυρίου καὶ τοῦ ἐπιμετρουμένου σίτου, ἐκτὸς τοῦ ἀργυρίου καὶ τοῦ ἐπὶ πλέον διδομένου σίτου, Ἡρόδ. 3. 91. ΙΙ. προσθέτω τι εἴς τι, δίδω πλειότερον, ἐπ. ὀβολὸν τοῖς ναύταις Πλουτ. Λύσανδ. 4, πρβλ. Ἀλέξ. 42· ἐπιμετρήσας ἄλλα τοσαῦτα ἔτη, προσθείς, Λουκ Νεκρ. Διάλ. 5. 1· στρατηγίας χρόνον ἐπιμετρῆσαι, ἐπιμηκῦναι, Πλουτ. Ἀγησ. καὶ Πομπ. Σύγκρ. 3, κτλ.: [[προστίθημι]], τι Πολύβ. 28. 15, 2, κτλ.· μετὰ γεν. διαιρετ., ἐπιμετρεῖς τῶν σκωμμάτων, προσθέτεις καὶ ἄλλα σκώμματα, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 19· ἐπ. τινι, προστιθέναι, [[αὐτόθι]] 18, πρβλ. Πολύβ. 3. 118, 6· ἀπολ., ἐξογκώνω, ὑπερβολικῶς [[παριστάνω]], ὁ αὐτ. 5. 15, 8. ΙΙΙ. ἐπ. τὸν οὐρανόν, καταμετρεῖν, Λουκ. Ἰκαρομ. 6. IV. ἀμεταβ., ἀποτελῶ προσθήκην, ἐπιμετρῶν [[λόγος]] Πολύβ. 15. 34, 1· καὶ [[οὕτως]] [[ἴσως]] τὸ ἐπιμετροῦν, ὁ αὐτ. 12. 15, 2.
|lstext='''ἐπιμετρέω''': μετρῶ εἴς τινα, οὐκ ἐπιδώσω οὐδ’ ἐπιμετρήσω ([[ἔνθα]] φαίνεται ὅτι κεῖται ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ δανείζειν), «[[προῖκα]] καὶ κατὰ [[χάριν]] παρέξω, οὐδ’ ἐπιμετρήσω μέτρῳ τινὶ καὶ μεδίμνῳ» (Τζέτζ.), «ἀντὶ τοῦ οὐ χρήσω» (Πρόκλ.), «οὐδ’ ἐφ’ οἷς ἐμέτρησα μετρήσω, [[ὥσπερ]] ἐφερμηνευτικὸν δοκεῖ τὸ ἐπιμετρήσω τοῦ ἐπιδώσω. κτλ.» (Μοσχόπ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 395. - Παθ., χωρὶς τοῦ ἀργυρίου καὶ τοῦ ἐπιμετρουμένου σίτου, ἐκτὸς τοῦ ἀργυρίου καὶ τοῦ ἐπὶ πλέον διδομένου σίτου, Ἡρόδ. 3. 91. ΙΙ. προσθέτω τι εἴς τι, δίδω πλειότερον, ἐπ. ὀβολὸν τοῖς ναύταις Πλουτ. Λύσανδ. 4, πρβλ. Ἀλέξ. 42· ἐπιμετρήσας ἄλλα τοσαῦτα ἔτη, προσθείς, Λουκ Νεκρ. Διάλ. 5. 1· στρατηγίας χρόνον ἐπιμετρῆσαι, ἐπιμηκῦναι, Πλουτ. Ἀγησ. καὶ Πομπ. Σύγκρ. 3, κτλ.: [[προστίθημι]], τι Πολύβ. 28. 15, 2, κτλ.· μετὰ γεν. διαιρετ., ἐπιμετρεῖς τῶν σκωμμάτων, προσθέτεις καὶ ἄλλα σκώμματα, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 19· ἐπ. τινι, προστιθέναι, [[αὐτόθι]] 18, πρβλ. Πολύβ. 3. 118, 6· ἀπολ., ἐξογκώνω, ὑπερβολικῶς [[παριστάνω]], ὁ αὐτ. 5. 15, 8. ΙΙΙ. ἐπ. τὸν οὐρανόν, καταμετρεῖν, Λουκ. Ἰκαρομ. 6. IV. ἀμεταβ., ἀποτελῶ προσθήκην, ἐπιμετρῶν [[λόγος]] Πολύβ. 15. 34, 1· καὶ [[οὕτως]] [[ἴσως]] τὸ ἐπιμετροῦν, ὁ αὐτ. 12. 15, 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> mesurer pour distribuer (du blé, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> mesurer en sus, donner en surplus, en surcroît ; <i>avec idée de temps</i> dépasser, prolonger;<br /><b>3</b> mesurer dans toute son étendue, parcourir d’un bout à l'autre : τὸν οὐρανόν LUC le ciel.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μετρέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm